27.12.05

To πολυτονικό και η λαγνεία -το δεύτερο μέρος της τριλογίας

Μπορεί εμείς εδώ να γράφουμε παρωδίες για το πολυτονικό, κάποιοι όμως γράφουν ποιήματα κανονικά, ποιήματα ερωτικά, τραγούδια πόθου και νοσταλγίας για την ψιλή, για την περισπωμένη (όχι, μην περιμένετε λινκ, πάντως το σάιτ υπάρχει). Και στους αφελείς που ρωτάμε προς τι ο πόθος και ο καημός, οι απαντήσεις, όταν δεν είναι μεταφυσικές και σιβυλλικές, συνήθως έχουν να κάνουν με την τρισχιλιόχρονη παράδοση της γραφής στον τόπο μας και την δισχιλιόχρονη πολυτονική τοιαύτη. Παράδοση λοιπόν, μία ακόμα κυρία με την οποία ο νεοέλληνας τηρεί σχέσεις σχιζοφρενικές. "Και όμως έχει αποδειχθεί πως είναι τόσο βλαβερή κάθε παράδοση όσο και το τσιγάρο. Προκαλεί κυκλοφοριακή ανωμαλία, παραμορφώσεις σε πρόσωπα ανώριμα, σκουριά στις αρτηρίες, αναστολές στη δράση ή μάλλον, έφεση για λάθος δράση. [...] Να μην ξεχάσουμε κι αυτή τη συγκινητική πρωτοβουλία που κάθε τόσο αναλαμβάνουν πέντε, δέκα, δεκαπέντε στ' όνομα της παράδοσης και της κληρονομιάς. Να μάς περιφρουρήσουνε εμάς τους πολλούς, από διάφορες ξενοκίνητες επιρροές και να μάς ξαναβάλουνε στον ίσιο δρόμο εμάς τους υπολοίπους εννιά με δέκα εκατομμύρια, πάντοτε στ' όνομα του πατρός και του υιού και της αθάνατης ελληνικής κληρονομιάς. Και οι σωτήρες τούτοι οι πέντε, οι δέκα, οι δεκαπέντε, μένουν στην ιστορία, σαν οι μοναδικοί και γνήσιοι Έλληνες, οι μόνοι αφρίζοντες, οι μόνοι εθνικοί.", όπως θα'λεγε και ο ποιητής.

Τα ποιητικά όμως, και στην περίπτωσή μας και στην περίπτωσή τους, λίγο πείθουν. Υπάρχουν κάποιες συγκεκριμένες παρεξηγήσεις και συγχύσεις, τις οποίες εκμεταλλεύονται ή καλλιεργούν όσοι ανάγουν το πολυτονικό σε εθνική αξία. Τις συγχύσεις αυτές εύκολα τις υιοθετεί ενίοτε ακόμα και το "μετριοπαθές" τμήμα των χρηστών, πρώτιστα γιατί είναι οι κυρίως προβαλλόμενες. Σημαντικό ρόλο ίσως παίζει και ο παράγων "συνήθεια" -κυρίως στους μεγαλύτερους σε ηλικία- που στο μυαλό πολλών ταυτίζεται με την παράδοση.

Η πρώτη σύγχυση είναι η ταύτιση γλώσσας και γραφής. Για κάποιους, η εγκατάλειψη των πολλών τόνων από τη γραφή σημαίνει και την απεμπόληση και κατάργηση (λες και αυτό μπορεί να γίνει διά νόμου) κάποιων στοιχείων της γλώσσας. Είναι ήδη γνωστό στους πιο πολλούς ότι οι 3 τόνοι αποτελούν ενδείξεις προφοράς που δεν έχουν σήμερα αντίκρισμα. Είναι επίσης γνωστό πως όσο αυτά τα στοιχεία της προφοράς (η προσωδία και ο μουσικός τονισμός) πραγματικά υπήρχαν στη γλώσσα, η γραφή δεν έκρινε αναγκαίο να τα αποδίδει με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο (στο προευκλείδειο αλφάβητο, μάλιστα, δεν υπήρχε καν διάκριση μακρού/βραχέος ο και e).

Πότε υπήρχαν και πότε δεν υπήρχαν οι 3 τόνοι στην ελληνική γλώσσα; Όταν προφέρονταν αλλά δεν "γράφονταν" (δηλ. συμβολίζονταν) ή όταν γράφονταν αλλά δεν προφέρονταν; Το ξέρω ότι κομίζω γλαύκας εις Αθήνας, αλλά ας πάρουμε τα δεδομένα (από τη Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, τον οποίο έχει στη καρδιά του, νομίζω, πάς όστις αγαπά τη γλώσσα του):

-α) "Η καθιέρωση των τόνων στην ιστορία της ελληνικής γραφής είναι μάλλον όψιμη, αφού αρχίζει μεν να εφαρμόζεται σε κάποια έκταση από τον 2ο/3ο μ.Χ. αι. στα φιλολογικά κείμενα (σσ. μια "ακανόνιστη" χρήση-κυρίως για τα ομόγραφα- ενός "είδους" πολυτονικού συστήματος είχε κάνει ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος περί το 200π.Χ.), αλλά η χρήση του για κάθε λέξη που γράφεται γενικεύεται αρκετούς αιώνες αργότερα στο Βυζάντιο, μόλις τον 9ο/10ο αι. μ.Χ. μαζί με την καθιέρωση της μικρογράμματης γραφής".

-β) "Ως τον 2ο μ.Χ. αι. (σσ. ύστερα από τον οποίο εμφανίζεται και η ρυθμοτονική ποίηση, ποίηση δηλαδή βασισμένη στον δυναμικό τονισμό) [...] έχει συντελεσθεί η μετατροπή του τονισμού από μουσικό σε δυναμικό".

Αν κάνουμε τις πράξεις, τι μάς βγαίνει; Ότι τα τονικά σημάδια επινοήθηκαν ακριβώς όταν δεν ανταποκρινόταν η προφορά της εποχής σε αυτά, όταν δηλαδή η προσωδία ξεχνιόταν. Νομίζω πως αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα του πώς μπορεί η γλώσσα να είναι ανεξάρτητη της γραφής. Ίσως μάς πάει ακόμα παραπέρα, σε μια διαπίστωση που δεν κολακεύει συνολικά την εφεύρεση του πολυτονικού: ότι ήταν ίσως λάθος και μια εξαρχής οπισθοδρομική/συντηρητική επιλογή η χρησιμοποίησή του για την καταγραφή της (εκάστοτε) σύγχρονης γλώσσας, ήδη από την εποχή γεννήσεως του συστήματος. Το πολυτονικό φαίνεται να είναι χρήσιμο (χρησιμότατο) μόνο για τα αρχαία κείμενα και μόνο για τους μη αρχαίους αναγνώστες και μελετητές, δηλαδή τους κλασικούς φιλολόγους.

Για όσους επιμένουν να λένε ότι κάνουμε εκπτώσεις στη γλώσσα, εγκαταλείποντας τα τονικά σημάδια, ας τους βάλουμε ένα μικρό πρόβλημα: αν γράψουμε τα αγγλικά με ελληνικούς χαρακτήρες, θα γίνουν ελληνικά;

Η δεύτερη παρεξήγηση που μάλλον τροφοδοτεί "θεωρητικά" το ενδιαφέρον για τη διάσωση και την ανάσταση του πολυτονικού είναι η αντιμετώπιση του μονοτονικού ως μιας μορφής εγκατάλειψης της ιστορικής ορθογραφίας. Ιστορική ορθογραφία όμως, αν δεν κάνω λάθος, είναι κυρίως αυτό που εννοούμε λέγοντας "ετυμολογική" ορθογραφία, ορθογραφία δηλαδή με κύριο κριτήριο επιλογής της ορθής γραφής το "έτυμο" των λέξεων, τη ρίζα και τον σχηματισμό τους. Θέλω να πω ότι ο τόνος δεν είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ετυμολογίας των λέξεων, αφού καμιά ρίζα, κανένα θέμα, κανένα μόρφημα δεν έχει έναν δικό του, σταθερό τόνο. Και πάλι όμως, αν σώνει και καλά πρέπει να γράφουμε με τρόπο που να απηχεί την αρχαία προφορά, προκειμένου να θεωρηθεί ότι τηρούμε την ιστορική αρχή, τότε μάς περιμένουν άλλα αδιέξοδα. Γιατί, όπως θα μάς πει ο αυτόχθων, "Το λεξιλόγιο της Νέας Ελληνικής περιλαμβάνει πολλές άλλες πηγές (ενν. πλην της Αρχαίας). Γιατί να σημειώνονται τόνοι και πνεύματα σε λέξεις που γεννήθηκαν σε εποχές όπου πλέον δεν ίσχυαν οι ίδιοι κανόνες, αυτοί δηλ. που δικαιολογούν την περισπωμένη κ.τ.λ.;"

Το πράγμα το κάνει πολύ πιο απτό ο Τριανταφυλλίδης, ήδη τουλάχιστον μισό αιώνα πιο πριν:

«[...] τριάντα, πενήντα, παραμύθι, προζύμι [...]. Πώς πρέπει να τονιστούν σύμφωνα με την ιστορική αρχή; Η πρώτη σκέψη ενός "ιστοριστή" είναι, πως αφού το ι και το α ήταν κοντόχρονα στο τέλος των ουδετέρων και των αριθμητικών σε -κοντα κτλ., πρέπει να τονιστούν και οι λέξεις αυτές με περισπωμένη - όσο η παραλήγουσά τους είναι μακριά [...]. Από μιαν άλλη ωστόσο άποψη και στη βάση πάντοτε της ιστορικής ορθογραφίας μπορεί να πη κανείς πως οι λέξεις αυτές πρέπει να φυλάξουν τον τόνο που είχαν πριν χάσουν μια συλλαβή: τριά(κο)ντα, παραμύθι(ον), προζύμι(ον) [...]. Αυτή την άποψη μπορεί να τη δυναμώση και η σκέψη πως όταν γεννήθηκαν οι νέοι τύποι, η περισπωμένη δεν είχε πια την ξεχωριστή της προφορά κι επομένως δε θα είχε εδώ ιστορική δικαιολογία και δικαίωμα, ακόμη περισσότερο αν αποβλέψωμε σε λέξεις νέες καθώς τουλουμοτύρι κτλ. Γίνεται φανερό σε τι άγονα αδιέξοδα μάς πάει η εφαρμογή της ιστορικής αρχής στην ορθογράφηση της νέας μας γλώσσας».

Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Άπαντα, τόμος Ζ, σελ. 272.

Και έχει δίκιο: αν θελήσουμε να γράψουμε "πολυτονικά" στα ΝΕ, θα βρεθούμε μπροστά σε αμέτρητα "δίχρονα" φωνήεντα που δεν θα ξέρουμε με κανέναν τρόπο αν θα πρέπει να λογιστούν ως "μακρά" ή "βραχέα" και με ποια κριτήρια θα πρέπει να γίνει αυτό. Άλλωστε, σε πολλά νεοελληνικά πολυτονικά κείμενα, ακόμα και εκεί όπου δεν θα έπρεπε να υπάρχουν αμφιβολίες, αν υπήρχε μια καλή γνώση της αρχαίας γραμματικής, βλέπω συνήθως γενναίες και μάλλον ελαφρά τη καρδία παραχωρήσεις προς την οξεία. Κύριοι πολυτονιστές, θα σάς μαλώσω. Μού γίνατε "οκνηροί" σαν τους μονοτονιστές;

Η αλήθεια είναι ότι ο Τριανταφυλλίδης είχε ήδη εισηγηθεί μια απλοποίηση του πολυτονικού και ότι αυτή η απλοποιημένη εκδοχή του εφαρμοζόταν μέχρι πρόσφατα. Και, όπως φαίνεται, η γενική σιωπηρή αρχή ήταν: "όπου υπάρχει αμφιβολία, προτιμάμε την οξεία". Γι' αυτό και σε παλιά βιβλία, θα δείτε π.χ. την "Αθήνα" με οξεία, κι ας μαθαίνουμε ότι το "α" της κατάληξης είναι "μη καθαρό". Ε, νομίζω πως όποιος συνειδητοποιεί όλες αυτές τις ασυνέπειες, από φιλότιμο και μόνο θα προτιμούσε την κατάργηση μιας ηλίθιας, βαθύτατα αντιεπιστημονικής σύμβασης, η οποία αναγνωρίζει "μακρά" και "βραχέα" σε μια γλώσσα που ούτε μακρά ούτε βραχέα φωνήεντα έχει, αλλά απλώς "ισόχρονα" (είναι δηλαδή βλακώδες και το να πούμε ότι τα "δίχρονα" των αμιγώς νεοελληνικών λέξεων είναι "βραχέα" -το "ω" δηλ. στο "αριβάρω" το τραβάμε και είναι "μακρό";). Και θα συνειδητοποιούσε πόσο αδυνατεί στην πραγματικότητα αυτό το μπαλωμένο σύστημα να κάνει μια ουσιαστική σύνδεση της τρέχουσας γλώσσας με την ιστορία και την εξέλιξή της -αν ντε και καλά αυτός είναι ο σκοπός της γραφής.

Αν δεχτούμε λοιπόν πως ιστορική ορθογραφία είναι η ορθογραφία που δείχνει απλώς την ετυμολογία, μόνο ίσως η δασεία θα είχε κάποια θέση στη γραφή (γι' αυτό μάλλον και ο καθηγητής Μπαμπινιώτης σε κάποια βιβλία του εγκαταλείπει του τόνους μα κρατά τις δασείες). Η δασεία ήταν ένας φθόγγος, ένα "φώνημα" της αρχαίας γλώσσας και, ως εκ τούτου, ήταν στοιχείο της ρίζας, στοιχείο της ετυμολογίας μιας λέξης. Οι εφευρέτες, ωστόσο, του πολυτονικού συστήματος, επέλεξαν να σημειώσουν αυτόν τον λαρυγγικό φθόγγο (μιλάμε πάνω-κάτω για το "h" της αγγλικής) όχι με ένα ξεχωριστό γράμμα, αλλά με ένα σημαδάκι-ένδειξη (που ξέρουμε ότι είναι η γραφολογική εξέλιξη του αριστερού μισού του γράμματος Η) πάνω -και όχι δίπλα- στο αρχικό φωνήεν. Αυτό μάς δείχνει ότι ήδη τότε δεν το αντιλαμβάνονταν ως ξεχωριστό φθόγγο με διαφοροποιητική ισχύ, αλλά ίσως ως ένα must για την "κανονική/αττική" προφορά μιάς σειράς λέξεων. Γι'αυτό και έφτασαν στο άκρον άωτον του σχολαστικισμού να σημειώνουν με ένα αντίθετης φοράς σημαδάκι όσες λέξεις ΔΕΝ είχαν αυτόν τον φθόγγο. Πρόκειται για έναν σχολαστικισμό ανάλογο της βραχύβιας συνήθειας να σημειώνουν την βαρεία σε όλες τις συλλαβές που ΔΕΝ παίρνουν οξεία. Ο δεύτερος σχολαστικισμός δεν επεβίωσε, αλλά ο πρώτος βασίλευσε για αιώνες!

Ως επιχείρημα, καμιά φορά, για την χρησιμότητα της δασείας και την "παρουσία" της στον νεοελληνικό λόγο, ακούμε αυτά τα περίφημα "αφ' υψηλού", "εφημερίδα", "καθ' ύλην" κ.λπ. Τη στιγμή όμως που αυτό το πράμα το συναντάμε κυρίως σε λόγιους σχηματισμούς και λέξεις-φράσεις κληρονομημένες απ' την αρχαία ή που πλάστηκαν αναλογικά, με καταχρηστική χρήση ενός αρχαίου φωνολογικού κανόνα, και τη στιγμή επίσης που λέμε κάλλιστα "αντηλιακό" (αντί "ανθηλιακό"), "απ' όλα" (αντί "αφ' όλα", τα παραδείγματα είναι κλεμμένα από το www.sarantakos.com) κ.λπ., μάλλον δεν πρέπει να το επικαλούμαστε το φαινόμενο ως κανόνα. Και κάτι άλλο (καθόλου ασήμαντο): τα θ, φ, χ που μάς έμειναν μπροστά από πρώην δασυνόμενες λέξεις ΔΕΝ είναι δασέα σύμφωνα. Είναι η εξέλιξη των αρχαίων δασέων φθόγγων [th], [ph], [kh], όμως σήμερα έχουν άλλη προφορά- αυτή που ξέρουμε. Άρα, για ποια δάσυνση και ποια δασεία μιλάμε; Στην περίπτωση αυτή έχουμε μία ακόμα σύγχυση, η οποία είναι γνωστή στους γλωσσολόγους ως "σύγχυση συγχρονικών/ διαχρονικών νόμων".

Με όλα όσα έγραψα, δεν θέλω να θεωρηθεί ότι παραγνωρίζω τις ιδεολογικές αφετηρίες και σκοπιμότητες όσων κατά καιρούς θυμούνται το πολυτονικό και τη γλωσσική μας παράδοση. Ελπίζω αυτά να γίνονται εύκολα αντιληπτά (χμ, μάλλον τελικά δεν γίνονται). Υπάρχουν όμως και άνθρωποι (ας τους πούμε "ουδέτερους") οι οποίοι μπορεί να αποστασιοποιούνται ιδεολογικά, μα να θεωρούν ότι κατά βάθος οι απόψεις αυτές "έχουν έρεισμα", ότι στο θεωρητικό τους σκέλος είναι ορθές. Η κινδυνολογία άλλωστε (αυτή που θέλει π.χ. το μονοτονικό ως δούρειο ίππο της επιβολής του λατινικού (!) αλφαβήτου) πάντα είχε και έχει πέραση. Αυτό που πρέπει να δειχθεί είναι ότι όσο είναι ιδεολογικά ύποπτες και ιστορικά βεβαρημένες οι απόψεις "πολυτονιστών" και "καθαρευουσιάνων", τόσο είναι και γυμνές από επιστημονική στήριξη και επιχειρήματα.

23.12.05

Αυτή η γλώσσα, η μικρή η μεγίστη -μια τριλογία


α) Deja vu (ή: τα Αρχαία, η σούβλα και οι αϋπνίες του προέδρου)

Κρατώ στα χέρια το τεύχος 32 του περιοδικού Οδός Πανός, των μηνών Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 1987. Έχει αφιέρωμα στη Μαρία Κάλλας, από τον θάνατο της οποίας συμπληρώνονταν τότε 10 χρόνια. Και όσο αν, κατά τα άλλα, οι ημερομηνίες που ανέφερα είναι σήμερα ανυπόληπτες, τω καιρώ εκείνω τον τόπο μας τον ταλάνιζε μία ακόμα έξαρση των ανησυχιών για τη γλώσσα μας και τη γλωσσική μας παιδεία. Ήταν, όπως φαίνεται, ο καιρός που ο Τρίτσης έκανε την πρόταση για επαναφορά της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο στα γυμνάσια. Διαβάζουμε τον Χάρη Μεγαλυνό στη σελ. 116 που απευθύνει επιστολές Προς Κορινθίους: Το προσφιλές ανάγνωσμα του Φρανσουά Μιττεράν δεν είναι η Έκθεση της Τραπέζης της Γαλλίας, ούτε οι μύθοι του Λαφονταίν, αλλά η Γαλλική Γραμματική. "Πριν κοιμηθώ η ανάγνωση μίας ή δύο σελίδων της γαλλικής γραμματικής είναι το καλύτερο φάρμακο για να βρω ηρεμία και διαύγεια" φέρεται δηλώσας ο Γάλλος Πρόεδρος. (Και μετά την εξαίρετη αυτή κατηγορηματική μετοχή μια παρένθεση: σήμερα που γνωρίζουμε τους διαλόγους του Προέδρου με τον ψυχαναλυτή του, ίσως μπορούμε να δώσουμε μια πειστικότερη ερμηνεία σε αυτή τη δήλωση) Μετά από αυτό αναρωτιέμαι ποιά θα ήταν άραγε η αντίδρασή του, αν μάθαινε για τους καβγάδες, τις ύβρεις και γενικά το "μαλλιοτράβηγμα" που προκάλεσε στην Ελλάδα η απόφαση για την επανεισαγωγή της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο. Ο άνθρωπος θα μάς κοίταζε σα να έβλεπε εξωγήινους.

Εκεί όμως που μεγαλώνει η οργή του ανθρώπου (για τον κύριο Μεγαλυνό λέω) είναι, όπως φαίνεται, στη διαπίστωση ότι σ' αυτόν τον τόπο ούτε οι φιλόλογοι δεν ξέρουν το συμφέρον τους και δεν υπερασπίζονται το ψωμί τους: Μετά την εκπεφρασμένη αντίθεση της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων στην διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο, περιμένω τις ενώσεις των Μαθηματικών να εκφράσουν την αντίθεσή τους στους αριθμούς, των Φυσικών στους φυσικούς νόμους, των Χημικών στις αντιδράσεις και στα στοιχεία, των Γυμναστών στην άσκηση του σώματος, κ.ο.κ. [...] Αναρωτιέμαι τί χρειαζόμαστε πλέον τους φιλολόγους, όταν οι ίδιοι από εμπάθεια, άγνοια ή πολιτική σκοπιμότητα, αρνούνται να διδάξουν το αντικείμενο που γνωρίζουν. Δεν είναι το ίδιο, αν οι τραγουδιστές της Όπερας ταχθούν εναντίον του μπελ-κάντο και υπέρ του ρεμπέτικου (αυτό ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω ότι το διάβασα στο περιοδικό του Χρονά) και αν οι μάγειροι παρατήσουν ταψιά και σούβλες και αρχίσουν να ασχολούνται με την εξωτερική πολιτική και την άμυνα;

Όπως φαίνεται λοιπόν, οι γλωσσικές εξάρσεις στον τόπο μας έχουν πάνω κάτω την ίδια περιοδικότητα με τις σεισμικές εξάρσεις: περί τα δεκαοχτώ χρόνια. Διαφορές: α) δεν έκανε τώρα κανείς πάλι το ίδιο λάθος, να κάτσει να δώσει προσοχή και οιαδήποτε προβολή στις ενστάσεις των ειδικών και τις αντιδράσεις των αρμοδίων (από όσο ξέρω, πέρα από τα θεωρητικά κείμενα σε εφημερίδες σημαντικών φιλολόγων το καλοκαίρι που μάς πέρασε, υπήρξε γραπτή δήλωση αποδοκιμασίας της απόφασης και από την ΟΛΜΕ), β) Ο προοδευτικόθεν πρόεδρος δημοκρατίας που σώζει την τιμή μας αυτή τη φορά δεν είναι Γάλλος, γ) δεν περάσανε τώρα πάλι 4-5 χρόνια από την υπουργική πρωτοβουλία μέχρι την εφαρμογή της. Είμαστε δα και στην εποχή του αυτοματισμού, άμ' έπος άμ' έργον.

(θα συνεχισθεί, εν καιρώ. Στα επόμενα: β) Πλάτωνα, όχι Δαυλό, γ) Το πολυτονικό και το κάπνισμα, ήτοι η αξία της παράδοσης.)
Προς το παρόν, καλές γιορτές σε όλους! (μα όλους -η φωνή που θα ακούσετε είναι ανερχόμενο αστέρι και δεν ξέρει από διακρίσεις)

6.12.05

Πολυτονιάται, στα 2050 μ.Χ.


Το σύστημα το πολυτονικό οι Ποσειδωνιάται
Εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
Με προοδευτικούς, κουλτουριαρέους και γλωσσολόγους
Το μόνο που τους έμενε πολυτονικό
Ήταν μια μυστική γιορτή, με οξείες και με περισπωμένες.
Κι είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
Κανόνες τονισμού να απαγγέλλουν,
Που μόλις πια τους καταλάμβαναν ολίγοι:
«Η προπαραλήγουσα ποτέ δεν στεφανούται
Όταν τους προεξανισταμένους εν τοις αγώσι ραπίζουσι.
Αχ, άμα, αδέρφια, ενεθυμούμασταν το δίγαμμα και τη δασεία,
Δεν θα παθαίναμε όλοι μας σαν κόπανοι τη δυσλεξία».
Και έτσι μελαγχολικά ετέλειωνε συνήθως η εορτή των.
Γιατί θυμούνταν που ήσαν πολυτονιστές κι αυτοί μία φορά
Και είχαν για καμάρι τη βιτσιά του δάσκαλου για το έψιλον περισπωμένη.
Και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
Να γράφουν και να ομιλούν βλαχοαγγλικά,
Βγαλμένοι, φευ και τρισαλί, από τον πο-λυ-το-νι-σμό.


25.11.05

fuga (salutem peto)


Προτού ξεκινήσει για τις εξετάσεις στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών, ο Β.Ο. ασπάστηκε όλα τα εικονίσματα. Ένιωθε κάτι παγερό πίσω από το στήθος του, η καρδιά του χτυπούσε, σταματούσε ώρες ώρες από την αγωνία του άγνωστου. Τι βαθμό θα'παιρνε σήμερα; Τρία ή δύο;

H εντατικοποίηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών είναι ένα μέτρο ενίσχυσης του ανθρωπιστικού προσανατολισμού της παιδείας.Δεν μπορώ να καταλάβω με ποια λογική θέλουμε να στερήσουμε από τα παιδιά μας το δικαίωμα πρόσβασης σε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του δυτικού πολιτισμού, στην αρχαία ελληνική σκέψη, το οποίο εμείς, με τη γλώσσα που μιλάμε, μπορούμε να το αγγίξουμε με πολύ αμεσότερο τρόπο απ' ό,τι ο Γάλλος ή ο Άγγλος. Χρειάζεται κόπος; Μα σίγουρα χρειάζεται κόπος, αφού κάθε μάθηση απαιτεί κόπο και μέσα από τον κόπο που καταβάλλεις για να την αποκτήσεις διδάσκεσαι, εκτός των άλλων, και πνευματική πειθαρχία.

Έξι φορές ζήτησε από τη μητέρα του να τού δώσει την ευχή της και, φεύγοντας, παρακάλεσε τη θεία του να προσευχηθεί για να τον φωτίσει η Παναγία. Στο δρόμο έδωσε δυο καπίκια σε ένα ζητιάνο, ελπίζοντας πως μ' αυτά τα δυο καπίκια θα μπορούσε να εξαγοράσει την αμάθειά του και ο θεός θα βοηθούσε να πει απέξω τα αριθμητικά μ' εκείνα τα φοβερά "τεσσαράκοντα" και "οκτωκαίδεκα".

Στη μειωμένη διδασκαλία των αρχαίων απέδωσε τη δυσλεξία ο κ. Καργάκος, γιατί όταν παλαιότερα ο μαθητής υποχρεωνόταν να αποστηθίσει το «πεπαίδευκα, πεπαίδευκας, πεπαίδευκε, πεπαιδεύκαμεν, πεπαιδεύκατε, πεπαιδεύκασι» αποκτούσε μια «λαλητική τριβή» και δεν πάθαινε δυσλεξία.

Γυρίζοντας ο Β. από το Γυμνάσιο, περασμένες τέσσερες, γλίστρησε σαν κλέφτης στην κάμαρά του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Το αδύνατο προσωπάκι του ήταν κατάχλομο. Στα κατακόκκινα μάτια του έβλεπες σκοτεινόχρωμους κύκλους.
-Λοιπόν; ρώτησε η μητέρα του στο κρεβάτι. Πώς πήγες σήμερα; Τι βαθμό πήρες;

Το τελευταίο διάστημα η σημερινή κυβέρνηση εξαγγέλλει επιπλέον ενίσχυση του συγκεκριμένου μαθήματος στη μέση εκπαίδευση ήδη από την τρέχουσα σχολική χρονιά κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου(Μάρτη-Μάη 2005).Η πρόταση, την οποία διατύπωσε προσωπικά η υπουργός Παιδείας Μ.Γιαννάκου στον πρόεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Μ.Παπαδόπουλο,προβλέπει:

*την αύξηση των ωρών διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών κατά μία ώρα εβδομαδιαίως και στις τρεις τάξεις του γυμνασίου
*την αύξηση των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος κατά δύο ώρες εβδομαδιαίως στην Α΄τάξη του Λυκείου
Συγκεκριμένα η κ. Γιαννάκου δηλώνει: «Η ωφέλεια από την ενίσχυση των παρεχόμενων γνώσεων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα είναι σημαντική στη χρήση της καθομιλουμένης,καθώς αποτελεί καθημερινή πλέον διαπίστωση η μη ορθή χρήση της γλώσσας,οι αδυναμίες στην έκφραση και η λεξιπενία»


"-Γιατί κλαις; Δεν έγραψες καλά;
-Απορρίφθηκα... Δυάρι μού έβαλαν...
-Το περίμενα! Με ζώναν τα φίδια εμένα! Ω, θεέ μου! Μα πώς το'κανες αυτό; Δεν είπες τίποτα; Σε ποιο μάθημα;
-Στα αρχαία Ελληνικά... Μαμακούλα μου εγώ... Με ρώτησε πώς είναι ο μέλλων του φέρομαι κι εγώ αντί να τού πω οίσομαι τού είπα όψομαι. Ύστερα... Ύστερα... δε βάζουμε περισπωμένη στην προπαραλήγουσα κι εγώ τα είχα χάσει... και έβαλα ψιλή περισπωμένη στο γιώτα...

Οποιος διαβάσει φωναχτά μονοτονισμένα κείμενα τονίζοντας μόνο τις τονισμένες λέξεις και καθόλου τις μονοσύλλαβες ή θα μουγκαθεί ή θα πάθει ασφυξία.

Έπειτα ο Αρταξέρσωφ με ρώτησε να τού πω εγκλιτικά... τού τα είπα, αλλά μπέρδεψα μια αντωνυμία... Έκανα λάθος. Και μού'βαλε δυάρι. Είμαι... είμαι άτυχος. Όλη τη νύχτα διάβαζα!... Μια βδομάδα τώρα σηκώνομαι από τις τέσσερις το πρωί", έλεγε ο Βάνιας Οτεπιέλιωφ.

Δεν μπορώ να καταλάβω με ποια λογική θέλουμε να στερήσουμε από τα παιδιά μας το δικαίωμα πρόσβασης σε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του δυτικού πολιτισμού, στην αρχαία ελληνική σκέψη, το οποίο εμείς, με τη γλώσσα που μιλάμε, μπορούμε να το αγγίξουμε με πολύ αμεσότερο τρόπο απ' ό,τι ο Γάλλος ή ο Άγγλος ή ο Ρώσος. Χρειάζεται κόπος; Μα σίγουρα χρειάζεται κόπος, αφού κάθε μάθηση απαιτεί κόπο και μέσα από τον κόπο που καταβάλλεις για να την αποκτήσεις διδάσκεσαι, εκτός των άλλων, και πνευματική πειθαρχία. [...] «...Χρέος του ελληνισμού απέναντι στην Ευρώπη είναι να δώσει πάλι την πρώτη του λάμψη στον ελληνικό λόγο που είναι ο μόνος που μπορεί να τη βγάλει από τα σημερινά της αδιέξοδα. Κι αν δε το πραγματώσει ο σημερινός Ελληνισμός, θα το επιδιώξει μόνη της η Ευρώπη όταν θα έχει ξεπεράσει την ύβρη της μηχανής και της ύλης που την έχουν παγιδέψει».

-Δεν είσαι συ άτυχος, μα εγώ η δυστυχισμένη, εγώ... Μ' έφαγες κακούργε! Έγινα πετσί και κόκκαλο από σένα, Ηρώδη! Εσύ είσαι η κακή μου μοίρα, η δυστυχία μου! Εγώ τα πληρώνω όλα, βρομόπαιδο!... Κόπηκε η μέση μου, έλειωσα στα πόδια, υποφέρω και ορίστε το ευχαριστώ! Γιατί δε διαβάζεις; Αχ! Ιησουίτη! Μωχαμέτη! Δήμιε! Βούρδουλας σού χρειάζεται εσένα. Μα δεν μπορώ, βλέπεις, δε βαστάνε τα χέρια μου. Όταν ήταν μικρός, μού'λεγε όλος ο κόσμος: "Τι τον φυλάς; Γιατί δεν τον κοπανάς;". Κι εγώ δεν τούς άκουσα η δύστυχη και τώρα τα πληρώνω μαζεμένα! Αμ, δε θα το γλυτώσεις το ξύλο. Περίμενε και θα σε συγυρίσω εγώ για καλά.

transporto-stretto: "η υποχρεωτική μελέτη-τους μπορεί να είναι ένας τρόπος εξαναγκασμού αυτού του πλήθους των μαλλιάδων να σκύψουν το κεφάλι..." [...] Dario Belezza: "Μια και η κατάντια του σχολείου είναι αυτή που ξέρουμε, καλά είναι και τα λατινικά. Χρησιμεύουν σαν τιμωρία για όσους θεωρούν το διάβασμα επικίνδυνο και περιττό...".

...Ο Εφτίχι Κουζμίτς Κουπορόσωφ [...] είναι ένας άνθρωπος μορφωμένος και έξυπνος. Μιλάει με τη μύτη και πλένεται με ένα σαπούνι που από τη μυρουδιά του φταρνίζονται όλοι στο σπίτι. Με όλα αυτά πολύ δίκαια τον θεωρούν έξυπνο, διανοούμενο.
-Πατερούλη, τού λέει η μητέρα του Βάνια και από τα μάτια της τρέχουν τα δάκρυα βρύση, κάνε μου τη χάρη να τις βρέξεις στο γιο μου! Απορρίφθηκε, κακό που έπαθα! ούτω τί σοι δοίησαν αι φίλαι Μούσαι, Λαμπρίσκε, τούτον κατ' ώμου δείρον, άχρις η ψυχή αυτού επί χειλέων μούνον η κακή λειφθήι. επίσταται δ' ουδ' άλφα συλλαβήν γνώναι, ήν μή τις αυτώι ταυτά πεντάκις βώσηι (Έτσι που να σε αξιώσουν οι αγαπημένες Μούσες, Λαμπρίσκε, άργασέ του τα πλευρά, ώσπου η ψυχή του η ελεεινή μόλις που να κρατηθεί στα χείλια του. Δεν ξέρει να ξεχωρίσει ούτε το γράμμα άλφα, αν κάποιος δεν ξελαρυγγιαστεί να του επαναλαμβάνει πέντε φορές τα ίδια πράγματα).

Αν δεν κατανοήσει ο μαθητής τη συντακτική αμφισημία αιτίας - σκοπού τότε δεν θα διευκολυνθεί να κατανοήσει την παρουσία ενός μικρο-σωματιδίου σε δύο φυσικούς χώρους ταυτόχρονα. Και επειδή δεν αρκεί να το ισχυρίζεται αυτό ο γράφων, ενισχύω με το ότι ο μεγάλος φυσικός B. φον Χάιζενμπεργκ έχει αναπτύξει παρόμοια επιχειρηματολογία για την ωφέλεια που είχε ο ίδιος από την εκμάθηση των «νεκρών» λατινικών στο Λύκειο.

-Σε μαθαίνουν γράμματα! άρχισε. Σε μεγαλώνουν, φροντίζουν για το μέλλον σου παλιόπαιδο! Γιατί δεν διαβάζεις;

Είπε, είπε με την ψυχή του. Για την επιστήμη, για το φως, για τα σκοτάδια.

Τα θέματα στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών, στο οποίο διαγωνίστηκαν οι μαθητές της Γ' Λυκείου, ήταν σχετικά δύσκολα· το άγνωστο κείμενο ήταν από τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και το γνωστό από το Περικλέους Επιτάφιος, του Θουκυδίδη.

Σταμάτα να παρακαλάς, Μητροτίμη, δεν πρόκειται να φάει λιγότερες. Εύγε σου, Κότταλε, με τα κατορθώματά σου. Θα σε κάνω εγώ πιο κόσμιο και από κορίτσι. Πού είναι το τσουχτερό λουρί, το βούνευρο, που το'χω για να μαστιγώνω όσους κρατώ με χειροπέδες και στην απομόνωση;

Τέλειωσε το λόγο του, έβγαλε τη λουρίδα. Και άρπαξε το Βάνια από το χέρι.

-Εσύ δεν παίρνεις χαμπάρι με τα λόγια!

Ο Βάνιας έσκυψε υποτακτικά το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά του. Τα κατακόκκινα αφτιά του πρόβαλαν πάνω στο καινούργιο του πανταλόνι με τις καστανές ρίγες... Δεν έβγαλε άχνα.

ιδού, σιωπώ. μή με, λίσσομαι, κτείνηις.

Κάτω από τη βάση έγραψε το 56,9% των υποψηφίων στα αρχαία θεωρητικής κατεύθυνσης και το 53,2% στην ιστορία θεωρητικής κατεύθυνσης.

Εκείνο το βράδυ, στο οικογενειακό συμβούλιο αποφάσισαν να τον στείλουν σε εμπορικό.

____________________________________________________________________

Θέμα: Άντον Τσέχοφ, Μαθητική Περιπέτεια. Αντίθεμα: από τον ημερήσιο Τύπο, από μια ομιλία του Χρίστου Τσολάκη κ.λπ. Ελεύθερο αντιστικτικό μέρος: Ηρώνδας, Διδάσκαλος (μτφ. Θ.Κ.Στεφανόπουλος). Stretto italiano: Ουμπέρτο Έκο, "Τα λατινικά σαν τιμωρία" (από τη Σημειολογία στην Καθημερινή Ζωή).


*fuga=η φούγκα **fuga salutem peto=δια της φυγής/αποδράσεως ζητώ σωτηρίαν

23.10.05

Στο Σείριο υπάρχουνε παιδιά (κι εμείς μαζί τους)

portrait of melancholy (1946)
[...]
Παιδί κι από τα μάτια σου
Δυό Εραστές
Λησμονημένοι στην πρωτεύουσα
Να σμίγουν και να τραγουδάν
Τις αγωνίες της ηλικίας σου
Και μ' ένα σφύριγμα
Τις λυπημένες ιστορίες μιας Κυριακής
Μ' όλη την αγωνία
Που λειτουργεί αδιάκοπα τον Επιτάφιο
Μιάς πολιτείας σαν τη δική μου.

[...]
Κι αν σμίξουν τ' άστρα μας
Θέλω με τη σιωπή
Που παραδέχεσαι
Τον εαυτό σου


Το τελευταίο τετράστιχο επανέρχεται παραλλαγμένο δις στον κύκλο του CNS (1952-4), στο τραγούδι "Στην αποβάθρα":

[...]
Κι αν σμίξουν τ' άστρα μας
Θέλω με τη σιωπή
Που σμίγω τη μορφή σου.
[...]
Κι αν σμίξουν τ' άστρα μας
Θέλω με τη σιωπή
Που σμίγουν τα όνειρά μας.

Το θέμα του Επιταφίου θα επανέλθει άμεσα στην Εποχή της Μελισσάνθης και στην απαγγελλόμενη εισαγωγή της Οδού Ονείρων και έμμεσα πολλές άλλες φορές. Στην εργογραφία αναφέρεται επίσης και η μουσική σύνθεση Επιτάφιος σε ποίηση του Τ. Βαρβιτσιώτη, η οποία δεν ηχογραφήθηκε, γιατί "ενέσκηψε" (φράση του συνθέτη) ο Επιτάφιος του Θεοδωράκη. Το έργο, παρότι ολοκληρωμένο (μάλλον), παραμένει στην μεγάλη χορεία των ανέκδοτων συνθέσεων.

Στο έτος 1946 ανήκει και η ποιητική σύνθεση Λυπητερή Παρέλαση. Μια ποιητική σειρά από στιγμές. Ως πρώτη στροφική ενότητα διαβάζουμε (κρατώ την ορθογραφία του ποιητή):

Κάθε πρωΐ η απουσία της νύχτας μάς πληγώνει
Κι η πολιτεία μένει απροετοίμαστη
Μ' ένα φανταχτερό σημάδι στο λαιμό
Μ' ένα λυπητερό χαμόγελο στον ορίζοντα.
Μονάχα εσύ
Με τη σημαία και τη ρόγα του στήθους σου
Θα καλύψεις την απουσία
Μια μέρα.

Την ίδια εποχή, ο νεαρός ποιητής γράφει το ποίημα Εργατική Καντάτα και το χαρίζει "στους μυλεργάτες του εργοστασίου Αλατίνη". Το ποίημα κοσμεί σχέδιο του Γ. Σβορώνου. Είναι μια τριμερής σύνθεση γραμμένη σε στίχο που δυσκολεύεσαι να χαρακτηρίσεις ελευθερωμένο ή εντελώς ελεύθερο, καθώς υπάρχει η υποψία ιάμβων και αποφεύγονται οι διασκελισμοί. Η εμφανής έμπνευση από το δημοτικό τραγούδι φέρνει το ποίημα κάπως κοντά στον Ρίτσο και τον Επιτάφιό του.

Τα ποιήματα αυτά για πολλά χρόνια βρίσκονταν στα χέρια του Μανόλη Αναγνωστάκη, στον οποίο τα είχε εμπιστευθεί ο ποιητής τους για να εκδοθούν στην Θεσσαλονίκη. Ο Αναγνωστάκης, όταν το 2001 τα δημοσιεύει, σημειώνει προλογίζοντας: "Μα τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν τόσο δύσκολα και μαύρα για μένα, ώστε δεν μπόρεσα να τού ξεπληρώσω το χρέος. Τα ποιήματα κάπου παράπεσαν, όπως και τόσα άλλα χαρτιά, και ξεχάστηκαν σιγά-σιγά. Σήμερα, πενήντα πέντε χρόνια αργότερα, ανασκαλεύοντας κιτρινισμένα απομεινάρια μιάς άλλης εποχής, τα ξαναβρήκα και θέλησα με νοσταλγία να θυμίσω εκείνο το θερμό και ευαίσθητο παιδί που ήταν τότε ο Μάνος Χατζιδάκις". Η καθυστερημένη τους έκδοση έγινε στο περιοδικό Ποίηση.

Τα πρώιμα αυτά ποιήματα (πρωτόλεια;) είναι ενδεικτικά και των πρώιμων επιρροών και προσανατολισμών (καλλιτεχνικών, ιδεολογικών κ.ά.) του Μάνου Χατζιδάκι. Η γνωστή του και ώριμη ποιητική παραγωγή, έξω από τους στίχους για δικές του συνθέσεις (και λίγες άλλων καλλιτεχνών, π.χ. του Νότη Μαυρουδή), βρίσκεται στις δύο ποιητικές συλλογές Μυθολογία (1966) και Μυθολογία Δεύτερη (1982)-αν και εικάζω ότι θα υπάρχουν και άλλα μεταγενέστερα (ή και παλιότερα misplaced) ανέκδοτα στο αρχείο του συνθέτη. Από την Μυθολογία Δεύτερη αντιγράφω το ακόλουθο ποίημα, που μού θύμισε λίγο -με το παιχνίδι των τελευταίων στίχων και το λεπτό χιούμορ- τη λεγόμενη "μεταγλωσσική" ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη (π.χ. το Μικρό Ναυτίλο):

NEW SOUND
Από το στόμα μου πετάχτηκαν
Απρόοπτα και ξαφνικά
Τρείς σπασμένες χορδές
Κι όσοι περνούσαν πλάι μου
Σταθήκαν έκπληκτοι με θαυμασμό
Κι είπαν,
«Τι όμορφα που τραγουδάς
Ποιός είσαι;»
Μόλις μπόρεσα να ψιθυρίσω
ταραγμένα
L.B.C.
Και χειροκρότησαν
Γιατί
Θυμήθηκαν πως είμαι
Μέλος του Συνδέσμου των Πουλιών
Του συγκροτήματος
F.K.L.B.I.
Πε-τά-ει

Ειδικά για τον Οδυσσέα Ελύτη, φίλο του συνθέτη, αξίζει κανείς να αναζητήσει την αναφορά του (στα Ανοιχτά Χαρτιά ή στο Εν Λευκώ, δεν θυμάμαι) στην πρώτη τους συνάντηση. Ο νεαρός Χατζιδάκις τους συστήθηκε ως ποιητής. Όταν είδε ότι τα ποιήματά του δεν είλκυσαν την αναμενόμενη προσοχή και ενδιαφέρον, τους τα γυρίζει και τους λέει πως είναι μουσικός. Τους τραβάει σε ένα πιάνο και τους παίζει κάτι που γίνεται αμέσως αντιληπτό για τους νέους ορίζοντες που είναι ικανό να ανοίξει. Αργότερα μαθαίνουν πως ήταν αυτοσχεδιασμός (ο Ελύτης τα λέει πολλαπλασίως καλύτερα).
Και, με την ευγενική χορηγία του αυτόχθονος:
«Το αθώο ψέμα που μεταχειρίστηκε για να μας πλησιάσει, και να κινήσει το ενδιαφέρον μας, δεν τον εμπόδισε καθόλου – φτάνει που βρέθηκαν τα δάχτυλά του επάνω στα πλήκτρα – να το ανατρέψει και να το κάνει μια μαγική αλήθεια. Τόσο πολύ θά' λεγες ότι ο αυτοδημιούργητος αυτός νέος ήταν ξεχειλισμένος από μελωδικότητα, τόσο πολύ γειτόνευε με μια περιοχή παρθένα, γεμάτη από ανεκμετάλλευτους ήχους και ρυθμούς, που έφτανε να τη σκουντήξει λιγάκι με τον αγκώνα του επάνω στο πιάνο για να γεμίσει το δωμάτιο, να γεμίσει αργότερα η Ελλάδα κι ο κόσμος όλος από μιαν άλλου είδους γοητεία» (Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 401- 402).

Ο Μάνος Χατζιδάκις διέθετε ποιητική συνείδηση, συνείδηση της ιδιότητας του ποιητή. Λέει ότι χωρίς τους γρίφους που του κληροδότησε η μητέρα του "δεν θα γινόταν ποιητής" κι ότι διέθετε ιδιοσυγκρασία "ποιητική", παρά "φιλοσοφική". Ο Σωκράτης το "μουσικήν ποίει και εργάζου" το εξέλαβε ως προτροπή για το φιλοσοφείν. Ο Χατζιδάκις πραγμάτωσε με τρόπο απόλυτο την ποιητική του ταυτότητα στη μουσική του, σε μια μουσική μορφικά τέλεια και τελειομανή, που τραγουδά, επικοινωνεί, εκπλήσσει, συγκινεί (εμένα, τουλάχιστον, με την ίδια πάντα γλυκιά και κατακλυστική ανατριχίλα της πρώτης ακρόασης) και αποκαλύπτει (τον ακροατή της), παρά "σκέφτεται" (όταν υποτιμητικά χρησιμοποιούσε αυτό το ρήμα εννοούσε τους συνθέτας της Ενώσεως Ελλήνων Μουσουργών). Όμως περισσότερο από άλλους ομοτέχνους του είχε μια το λιγότερο αξιόλογη επίδοση και στον στίχο. Νομίζω ότι στο χώρο της μεταπολεμικής ποίησης κατέχει μια διόλου αμελητέα θέση. Τα ποιήματά του είναι συγχρονισμένα με τα αισθητικά αιτήματα του καιρού του και διατηρούν μια αυξημένη αισθητική δραστικότητα και σήμερα, χάρη σε μια πανταχού παρούσα γλωσσική ευγένεια (αντίστοιχη των μελωδιών του) και σε μια αρκετά αυτόνομη ποιητική γραμματική, ευέλικτη, γενναιόδωρα ευφάνταστη και ευρηματική, ευαίσθητη και διακριτικά δυναμική. Σε συνδυασμό και με τα οξυδερκέστατα θεωρητικού ενδιαφέροντος κείμενά του (και τα ραδιοφωνικά του σχόλια, βεβαίως, ένα ιδιότυπο είδος ποιητικού δοκιμίου/χρονογραφήματος), θα είχε αρκετή δουλειά όποιος φιλόλογος αναλάμβανε μια σοβαρή έρευνα για την ποίηση και την ποιητική του Μάνου Χατζιδάκι. Εγώ δεν βρίσκω καλύτερο χαρακτηρισμό προς τον παρόν από αυτήν την φράση, που συνιστά ταυτόχρονα εφαρμογή αυτής της ποιητικής, μια φράση που στόχο είχε να συνοψίσει τα εκπαιδευτικά αιτήματα του συνθέτη: μια "τεχνική αναθεώρησης και ονειρικής δομής, με αγωνία απολευθέρωσης και με διαθέσεις μιας ιπτάμενης φυγής προς τ' άστρα".

Για το ρόλο του Μάνου Χατζιδάκι στην ανάδειξη ή και τη διαμόρφωση της νεοελληνικής ευαισθησίας, αλλά και παθολογίας, για το τολμηρό σκάψιμο στις σκοτεινές και οδυνηρές περιοχές της ύπαρξης, δεν θα πω, θα τα βρείτε πολύ καλύτερα αλλού. Για την εφαρμογή όλων αυτών στον γράφοντα, επίσης δεν θα πω, είναι πράγματα προσωπικά και ανήκουν στην περιοχή του άρρητου (ήδη φλυάρησα ανεπίτρεπτα). Για αυτά έχουμε τη μουσική.

Χρόνια (μας) πολλά, κύριε Χατζιδάκι!

5.10.05

Ού τοι καταχεσεί, ω Δαράλα;

[καταχεσεί= β' ενικό πρόσωπο του δωρικού μέλλοντος του αττικού ρήματος καταχέζω]

-Προσοχή: ακολουθεί ανεπίκαιρο ποστ-

Ρωτήσε κάποιος κάποτε σε μια παρέα: "Γιατί η τραγική και σεμνή παρθένα Πουλχερία, την παραμονή του γάμου της, σφουγγάρισε προσεχτικά όλο της το σπίτι και την επομένη απέθανε;". Δόθηκαν διάφορες απαντήσεις, οι οποίες και δεν με αφορούν εδώ. Εμένα μ' ενδιαφέρει τι είχε διαβάσει, ακούσει και δει η Πουλχερία πριν από το συγκινητικό της τέλος.

Και αν για τα άλλα δεν είμαι πολύ σίγουρος (ήταν Καβαφικιά ή Παλαμικιά η σχωρεμένη; της άρεζε ο Μπρεχτ ή ο Ψαθάς;), για ένα πράγμα είμαι βέβαιος. Θ' άκουγε πολύ Νταλάρα.

Για την μακαρίτισσα την Πούλι, ίσως να'γραψε κι ο Πανούσης ένα πένθιμο και βαρύ ζεϊμπέκικο, που -μη όντας συστηματικός ακροατής- δεν ξέρω την απήχησή του στους κύκλους των ειδικών, αλλά που πιστεύω ότι μπορεί να διαλευκάνει μερικούς θανάτους, συγκεκριμένα της Πουλχερίας, του Ομήρου (ποιος τον σκότωσε; πιο σωστά: ποιος τον θέλει νεκρό;) και του Αριστοφάνη.

Χορός:

Ο μικρόφαλλος τραγουδιστής
και της Χούντας ο εθελοντής
Βλέπε άκου κάνε μόκο
Χατζηαβάτη Τσιριμόκο
για να μπεις στο κλαμπ της αρπακτής

Θάνατος στους διαφημιστές
στους εκτελεστές τραγουδιστές
που τον πόνο του κοσμάκι
τον πουλάνε στον Λαμπράκη
να τον κάνει φούσκες μετοχές

Πανούσης:

Γύρισα από την Χαλκιδική
μια αποφράδα Κυριακή
απ' τον γάμο του Ηλία
Γκατζολία μεγαλεία
κι ένα μαύρο κόμπο στο βρακί

'Ετρεξα στο θέατρο του Ψυρρή
μες στον Παπουτσιών την Κυριακή
Πριν μιλήσω με τον Λάκη
της καρδιάς το μπαλονάκι
το 'σκασε και βγήκε στο σφυρί

Με του Τζορτζ τον ιμπεριαλισμό
βρέθηκα στον Ευαγγελισμό
σε παλιό ασθενοφόρο
μάχη με τον Εωσφόρο
το καταραμένο υλισμό

Στο Ελληνάδικο Ιεζεκιήλ
η συμφωνική του Ισραήλ
Ο Χριστόδουλος στην πόρτα
άσπρα χάπια, μαύρα χόρτα
Life-στήλη άλατος με στιλ

Φταίγανε οι τρίχες της κοντής
που έσβησε το αστέρι της ντροπής
Ο πρεζάκιας για καριέρα
του Μεγάρου η καμαριέρα
από αναρρόφηση χολής

Θέλω σε παράθυρο να βγω
των ειδήσεων τηλεοπτικό
Να τη βγάλω λάου-λάου
και του Χατζηνικολάου
να του κατουρήσω τη ψυχή


Το τραγούδι αυτό κατ' εμέ συνοψίζει την παράκρουση της σχέσης μας με τους αρχαίους. Γελάμε με τα ίδια πράγματα, αλλά σ' αυτά ταυτοχρόνως εξαντλούμε την ηθικολογία και την δεοντολογία μας. Θα πει κανείς: γίνεται αναίτια μακάβριος και μικρόψυχος. Τον φαντάζεται (ευσεβής πόθος; αμφιβάλλω, ο ίδιος σχεδόν πήγε κι ήρθε, άρα κάτι ξέρει) νεκρό στην προτελευταία στροφή και θέλει προκαταβολικά να ασχημονήσει σατιρικά στο πτώμα του ακατονόμαστου.
Ο Αριστοφάνης, κύριοι, δεν ήταν τόσο ευγενικός. Νεκρό (ήδη, όχι κατά φαντασίαν) τον έσυρε τον Ευριπίδη ανάμεσα στα βατράχια και τον σάρωσε. Και ποιον, τον Ευριπίδη, όχι τον Γεώργιο τον Φιλόκυπρο.
Όσοι αυτό το "θα του κατουρήσω την ψυχή" το βρείτε φτηνό (το άσμα ωστόσο επιγράφεται "Φτηνό Ζεϊμπέκικο για τον Γιώργο"), θα σάς αναφέρω πολύ ενδεικτικά ένα ανάλογο collocation από τους Αχαρνής, ένα σκοτεινό για μας σήμερα "σκιμαλίσω ρηματίοις", που μας το φωτίζει έξοχα μεταφραστικά ο Μάτεσις: "με στιχηρά στιχίδια θα τους βάλω κωλοδάχτυλο" (στον χορό των Αχαρνέων, που είναι έτοιμοι να τον δικάσουν για την προδοτική του ειρήνη με τον εχθρό). Βρίσκω πως και στις δυο περιπτώσεις έχουμε το ίδιο λογοτεχνικό εύρημα, που πριν από μένα το προσδιόριζει φιλολογικά μια διδακτορική διατριβή για τη γλώσσα του Αριστοφάνη: έναν «απροσδόκητο συμφυρμό ετερογενών εννοιών-στοιχείων», εν προκειμένω «σωματικών-υλικών και πνευματικών-ηθικών ιδιοτήτων», μια περίπτωση «αιφνιδιασμού», στον οποίο συχνά καταφεύγει ο Αριστοφάνης προκειμένου να επιτύχει το κωμικό αποτέλεσμα.

Είχε πει νομίζω κάποτε ο Έκο (στο περίπου) ότι πρέπει να καταφέρουμε να διαβάσουμε τον Όμηρο (ή κάποιον άλλο, δεν θυμάμαι τώρα) σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά και το αστυνομικό μυθιστόρημα σαν Όμηρο. Δεν ξέρω τι θα κερδίσουμε φιλολογικά, πιστεύω όμως ότι θα το διασκεδάσουμε, αν διαβάσουμε και δουμε τον Αριστοφάνη σαν Πανούση (κι όχι σαν νερόβραστο Ψαθά ή, προς Θεού, επιθεώρηση) ή αν ακούσουμε τον Πανούση σαν Αριστοφάνη. Η διαφορά του τότε με τώρα είναι ίσως ότι, αν έγραφε ο Αριστοφάνης σήμερα (όπως έγραφε, όχι "εκσυγχρονισμένος" και "τηρουμένων των αναλογιών"), θα ήταν ή στη φυλακή ή με τρία εμφράγματα και θα'χε κάνει πλούσιο τον Νταλάρα (ε, μη βρίσκοντας Ευριπίδη, θα εξέπιπτε, δεν λέω...).

Την αρχή του ποστ την έκλεψα από τον Χατζιδάκι, από ένα "Σχόλιο του Τρίτου", ο οποίος με τη σειρά του κλέβει από ένα γνωστό ποίημα του Εγγονόπουλου. Το Σχόλιο τελειώνει ως εξής: "θα τους εταίριαζε (των σημερινών νεολαίων) νά'ναι Παιδιά καπεταναίων απ' τα Ψαρά/Κι όχι των προεστών εγγόνια...". Κι εγώ λέω: κάλλιο του Αριστοφάνη παιδιά, παρά αττικιστών εγγόνια.

(20/10: Αν το παραπάνω κείμενο είχε καμιά αξία, θα το αφιέρωνα στην κυρία Θ.Μ., με ευγνωμοσύνη και με την ευχή να είναι γερή)

15.9.05

H γενική ηθική και η κβαντομηχανική, μια αισθηματική ιστορία

Τώρα λοιπόν που το αύριο έγινε σήμερα (και για να μη σβήσω τα περί Τσίμα- θέλω αύριο, αν πέσουν κεφάλια στο Μέγκα, να είμαι καταγεγραμμένος ως ο πρώτος που πήρε πρέφα το συμβάν)...

Mimhs Souliwths said:
H «ανατομία» του συντακτικού και της γραμματικής πάνω στο πτώμα της «νεκρής» γλώσσας βελτιώνει τη συλλογιστική ικανότητα του μαθητή όσο και οι μαθηματικές ασκήσεις: αν ο μαθητής μπορέσει να διακρίνει, λ.χ., την ηθική δοτική από τη χαριστική ή εφόσον κατανοήσει ότι η σχέση ανάμεσα στον εμπρόθετο προσδιορισμό του σκοπού και σε εκείνον της αιτίας είναι μερικές φορές επαμφοτερίζουσα, θα εισέλθει ευκολότερα στον απροσδιόριστο κόσμο των κβάντα· αντιθέτως, αν δεν κατανοήσει τη συντακτική αμφισημία αιτίας - σκοπού τότε δεν θα διευκολυνθεί να κατανοήσει την παρουσία ενός μικρο-σωματιδίου σε δύο φυσικούς χώρους ταυτόχρονα. Και επειδή δεν αρκεί να το ισχυρίζεται αυτό ο γράφων, ενισχύω με το ότι ο μεγάλος φυσικός B. φον Χάιζενμπεργκ έχει αναπτύξει παρόμοια επιχειρηματολογία για την ωφέλεια που είχε ο ίδιος από την εκμάθηση των «νεκρών» λατινικών στο Λύκειο.

Να το πω ωμά: τότε, καλέ μου άνθρωπε, τι διαφορετικό λες από τους "αρχαιολάτρες συμβούλους" της υπουργού;

Αυτό που με απασχολεί προσωπικά είναι άλλο, γι’ αυτό και επιλέγω να σχολιάσω τις σοβαρά γραμμένες απόψεις ενός αναντίρρητα σοβαρού –κατά τα άλλα- ανθρώπου και όχι τις παλαβομάρες ανενημέρωτων φανατικών ή και ρομαντικών, αυτές που πολλαπλασιάζονται καθημερινά ήδη τόσο –κατά τη γνώμη μου- ώστε κάποια στιγμή να παύουν να κάνουν εντύπωση και να ελκύουν (;).

Με πίκρανε ο κύριος Σουλιώτης, γιατί μού θύμισε καθηγητή μου που είχε αναλώσει την πρώτη του παράδοση προς πρωτοετείς σε υπαγόρευση (λατινιστί, φυσικά) τέτοιων κολακευτικών τσιτάτων για την κλασική αρχαιότητα, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία της, από νομπελίστες, πυρηνικούς επιστήμονες και δε συμμαζεύεται (είμαι σίγουρος ότι ήταν κι ο Χάιζενμπεργκ μέσα).

Έχω την υποψία ότι ο κύριος Σουλιώτης, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον παραλογισμό της υπουργικής απόφασης (αυτής για την αύξηση των ωρών των αρχαίων στη μέση εκπαίδευση) με τα σαθρά δεκανίκια (να θεραπευτεί, λέει, η λεξιπενία και η αφασία των νέων παιδιών), προτείνει απλώς φαινομενικά καλύτερα δεκανίκια. Ε, κι όσο νά’ ναι, η επικλησάρα του στην αυθεντία ενός Χάιζενμπεργκ αποστομώνει…

Αυτό είναι κι εμένα το θέμα μου. Τα δεκανίκια από τις θετικές επιστήμες και από τις αναλογίες, κυριολεκτικές και μεταφορικές, των θεωρητικών αντικειμένων με αυτές. Θα μπορούσαμε νομίζω να βρούμε έναν πιο αξιοπρεπή τρόπο να παραδεχτούμε πως είναι περισσότερο θεμελιωμένες και με προφανέστερη χρησιμότητα. Φυσικά, η έκφραση των αναλογιών, ανάλογα με την ιδεολογία, την ειδικότητα, την αρμοδιότητα ή και την αναρμοδιότητα αυτού που την διατυπώνει, μπορεί να ποικίλλει από σχέση συναδελφική ή βοηθητική ως αναγωγή-υπαγωγή του ενός πεδίου στο άλλο (συνήθως της νεότερης επιστήμης στην αρχαία σοφία). Στην περίπτωση του Σουλιώτη, έχουμε μάλλον μια ευγενική εκδοχή του πρώτου είδους σχέσης.

Τα ερωτήματα είναι προφανή: τι συγκρίνει με τι; Γιατί; Με τι ενδείξεις (πέραν της χαϊζενμπεργκείου ρήσεως); Ποιες οι πιθανές προεκτάσεις;

Θα σχολιάσω μόνο τα δυο μέλη της σύγκρισης (εν προκειμένω συντακτικές κατηγορίες και έννοιες της σύγχρονης φυσικής), αφού τα άλλα ερωτήματα θα ήταν αρμόδιος ο ίδιος ο συντάκτης του άρθρου να απαντήσει ή απλώς να αναλογιστεί. Συγκρίνει μήλα με ποντίκια (υπολογιστού, θα έλεγα). Επιλέγει να συγκρίνει με τα κβάντα και άλλες έννοιες που δεν ξέρω πόσο και από πού του είναι προσιτές (εμένα πάντως δεν μού είναι, τι να κάνομε;) όρους της λεγόμενης παραδοσιακής γραμματικής. Αν ήθελε να είναι συνεπής ιστορικά τουλάχιστον, ας έκανε τη σύγκριση με θεωρίες που θέλουν την ύλη να συντίθεται από γη, ύδωρ, αέρα και πυρ… Ναι, υπάρχει το όραμα της ενοποίησης των επιστημών, αλλά- ξέρω ‘γω;- δεν την βλέπω να γίνεται σε τόσο προφανές επίπεδο.

[Oι δικοί μου σχολαστικισμοί τώρα, παρακαλώ προσπεράστε: Ειδικότερα για την γενική ηθική και την απροσδιοριστία της. Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι η γενική ηθική, με έναν ακριβή ορισμό, δεν είναι και τόσο κβάντουμ. Πιστεύω δηλαδή ότι δεν έχουμε μόνο μια απλή σημασιολογική/πραγματολογική διαφοροποίηση από άλλες παρόμοιες γενικές (όπως τη γενική του έμμεσου αντικειμένου και την χαριστική/αντιχαριστική), αλλά ότι η κυρία είναι και συντακτικά διακριτή. Δυο ενδείξεις, ας πούμε, που βρίσκω εγώ γι’αυτό είναι οι εξής: α) ενώ τις άλλες γενικές μπορούμε να τις προτάξουμε σε ερώτηση (του έδωσε λεφτά-τίνος έδωσε λεφτά;/ του κράτησα την πόρτα να περάσει-τίνος κράτησες την πόρτα να περάσει;), στη «γενική ηθική» αυτό δεν φαίνεται να ισχύει (μου αρρώστησε η Μαρία-*τίνος αρρώστησε η Μαρία;). β) Επίσης, ενώ οι πρώτες γενικές μοιάζουν να «ελέγχουν» κάπως το (άμεσο) αντικείμενο ως προς το πού θα αναφέρεται, αυτό δεν το κάνει η «γενική ηθική» (π.χ. στην πρόταση «του επιδιόρθωσα την τηλεόρασή του» καταλαβαίνουμε πως τα δύο «του» αναφέρονται στο ίδιο άτομο, το ίδιο και στην πρόταση «επιδιόρθωσα κάθε υπαλλήλου την ταμειακή του μηχανή» το «κάθε υπαλλήλου» και το «του» έχουν κοινή αναφορά, όταν όμως λέμε «μη μου στενοχωρείς το παιδί», μπορούμε κάλλιστα να μην υπακούσουμε σε αυτήν την συνθήκη και να πούμε «μη μου στενοχωρείς το παιδί σου»).]

Το ζητούμενο είναι άλλο. Το χαμένο κύρος του αντικειμένου μας, κύριε καθηγητά, ας μην το αναζητούμε δανεικό στην πιο σύγχρονη σκέψη άλλων χώρων. Ε, και για επιστημονικούς λόγους, ας είμαστε λίγο πιο ενημερωμένοι και για την σύγχρονη επιστημονική σκέψη στο δικό μας χώρο (δικαιούμαστε πλέον να σχολιάζουμε ως αγλωσσολόγητο το σκεπτικό της υπουργικής απόφασης;). Ευχάριστη έκπληξη δοκίμασα από το άρθρο* του Μαρωνίτη στο τελευταίο κυριακάτικο Βήμα. Αναλαμβάνει βεβαίως να εγκωμιάσει το άρθρο του συντοπίτη και ομοϊδεάτη αλλά τουλάχιστον σώζεται με αυτό: «Με τους όρους αυτούς περιττεύει η ολισθηρή υπόδειξη του Σουλιώτη να χρησιμοποιούνται λεπτές και διφορούμενες συντακτικές τροπές της αρχαίας ελληνικής γλώσσας για την κατανόηση ομόλογων φαινομένων στις θετικές επιστήμες. Εξάλλου, ανάλογες συντακτικές και νοηματικές ταλαντεύσεις (ανάμεσα, λόγου χάριν, στη δήλωση αιτίας και σκοπού, ή ηθικής και χαριστικής γενικής) διαθέτει και η νεοελληνική γλώσσα» (και όλες οι ανθρώπινες γλώσσες, κύριε Μαρωνίτη μου).

*δίνω και την διεύθυνση χώρια, γιατί υπάρχει μια τάση εκτροπής στην αρχική σελίδα: http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=14556&m=B52&aa=1

14.9.05

Η γενική ηθική και η κβαντομηχανική

Αλλά πριν απ'αυτό: Τι έγινε ρε παιδιά; Το είδατε αυτό που συνέβη πριν καμιά ώρα στο Mega; Προοιμιάζει ο Τσίμας μια πρωτοφανή είδηση για βολές του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου Πολύδωρα κατά υπουργού, βγαίνει το βίντεο που δείχνει τα ακριβώς αντίθετα και, μόλις πά'να γίνει πιο ξεκάθαρη η μπαρούφα, κόβεται αυθωρεί και παραχρήμα και μπαίνουν διαφημίσεις για κανά πεντάλεπτο. Έπειτα βγαίνει το παγωμένο μειδίαμα της Τρέμη να μάς πει ότι εδώ ολοκληρώθηκε το δελτίο ειδήσεων, καλή μας νύχτα. Ούτε οικονομικά, ούτε αθλητικά (ούτε καιρός;)...

Το άρθρο που θα σχολιάσω (έτσι, για να γίνω παραδοσιακά ανεπίκαιρος) είναι αυτό (http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=14556&m=B52&aa=1, έτσι, για σιγουριά). Αν θέλετε, διαβάστε το για να το συζητήσουμε αύριο στην τάξη.

27.8.05

Τι κάνει ο συγγραφέας όταν ξυπνάει; (νέα, επηυξημένη έκδοσις)

Πριν πω τα δικά μου, να πω κάτι συλλογικού ενδιαφέροντος:
Επιτέλους! Επιτέλους, αποκτήσαμε κι εμείς οι διψασμένοι για γνώση και αποκάλυψη τη δική μας φωνή...

Πάει αυτό. Στα δικά μου τώρα. Σάς είπα ήδη για τον εγγλέζο που είδα στο καφενείο του χωριού μου (χωριό μου, λέμε τώρα) να μεταφράζει Καβάφη στη μητρική του. Στην ίδια αυτή καφετέρια (καφετέρια ή καφενείο; η ξύλινη ταμπελίτσα λέει "Καφέ Μπονάτσα", αλλά εμένα καφενείο μού φαίνεται και τον καφετζή παλαιόθεν τον λέμε "συμπέθερο") η τύχη το θέλησε να δω να κάθεται και ο Μένης Κουμανταρέας. Η σκηνή μας ωστόσο δεν τοποθετείται στου συμπέθερου, αλλά στο δημοτικό σχολείο του χωριού. Τον καλέσανε τον έρμο στην ιδιαίτερη πατρίδα του και του ζητήσανε να μιλήσει... Φιλολογική βραδιά λοιπόν στην Κ...; Έτσι φαίνεται.


Μόλις τον είδα μακρύ, λιγνό και ατελείωτο να σηκώνεται και να μπαίνει μέσα στο καφενείο για να πληρώσει, κατάλαβα ότι ήρθε η ώρα για την εκδήλωση. Ήμουνα κατευθείαν από την παραλία φυσικά και δεν ήμουν για φιλολογική βραδιά, αλλά -θα μού πεις- είναι η Κ... για φιλολογικές βραδιές; Θα πάω.


Και πήγα. Κι αρχίζει η παρουσίαση του συγγραφέα. Την έχει αναλάβει ένας ντόπιος λογοτέχνης μας, που κοσμεί μηνιαίως την τοπική εφημερίδα μας με πατριωτικούς στίχους. Έχει ετοιμάσει βιογραφικό του προσκεκλημένου. Κι επειδή ποτέ δεν θα αρκούνταν σε ένα στεγνό χρονικό, το διανθίζει όπως μόνο ένας άνθρωπος του τόπου μας γνωρίζει, μεταξύ άλλων και με στίχους του εθνικού, λέει, ποιητή της περιοχής μας, του Νικήτα Ν. (που δεν είναι ν'ακούσει τους στίχους του ανθρώπου αφτί). Ο τιμώμενος ζητά σιγανά από τον ομιλητή να συντομεύει. Ο ομιλητής διαβεβαιώνει πως τελειώνει. Και κάποτε τελειώνει, υπενθυμίζοντας ευγενικά πως ο τιμώμενος ποτέ δεν έγραψε κάτι για την ιδιαίτερη πατρίδα του, αλλά αυτό σε τίποτα δεν μειώνει την αξία και την οικουμενικότητα του έργου κι οτί, τέλος πάντων, ποτέ δεν είναι αργά.


Ο τιμώμενος μπορεί πια να ξεκινήσει. Δεν έγραψε λέει για την..., αλλά έγραψε για την Μακρόνησο. Και διαβάζει ένα εκπληκτικό απόσπασμα από το μυθιστόρημά του "Δυο φορές Έλληνας", όπου περιγράφεται η προετοιμασία μιας παράστασης Αριστοφάνη από τους ανανήψαντες φαντάρους του νησιού. Μια πραγματική παράσταση, που έγινε το 1949 και την οποία παρακολούθησε μεταξύ άλλων η Μαρίκα Κοτοπούλη. Στην έξυπνη ανάγνωσή του τονίζει διακριτικά το υπόγειο χιούμορ της σκηνής, όπως μόνο εκείνος μπορεί να ξέρει. Τώρα μόνο κατάλαβα τις ομοιότητες της σκηνής με την σκηνή στην οποία εκείνη τη στιγμή ο ίδιος πρωταγωνιστούσε. Ένιωθα μια απίστευτη αμηχανία για λογαριασμό του, μα εκείνος με μυστήρια φυσικότητα (την οποία αποδίδω στην πείρα) συνέχισε. Ούτε και θυμάμαι τι άλλο είπε. Θυμάμαι μόνο πως υποστήριξε ότι ο συγγραφέας πρέπει φυσικά να διακρίνεται για την παρατηρητικότητά του, αλλά μια παρατηρητικότητα αφηρημένη, που με μια ματιά να συλλαμβάνει όχι διακριτά πρόσωπα και λεπτομέρειες, αλλά κλίμα και διαθέσεις. Να ρίχνει με άσφαιρα και να κατεβάζει πουλιά.


Κι αρχίζουν οι ερωτήσεις του κοινού. Ένας ντόπιος ηθοποιός μας, εμπνευστής και της βραδιάς, ρωτά μεταξύ άλλων τον συγγραφέα γιατί στο έργο του επανέρχεται διαρκώς η Αθήνα και ιδιαίτερες περιοχές αυτής. Ο συγγραφέας διαβεβαιώνει πως αν είχε μεγαλώσει και ζήσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, θα έγραφε γι'αυτήν. Ένας σεβάσμιος γέροντας με λαογραφικά ενδιαφέροντα, έχει να κάνει ενδιαφέρουσες επισημάνσεις για τη σχέση λογοτεχνίας και βιωμάτων και υπενθυμίζει διακριτικά πως και χωρίς βιώματα θα μπορούσε να γράψει για έναν τόπο που γνωρίζει έστω και λίγο. Ένας νεότερος κύριος που έχει έρθει με την κυρία του και τα παιδιά του τον ρωτά, πανικόβλητος από το πλήθος των βιβλίων που διαρκώς εκδίδονται και κυκλοφορούν, με τι κριτήρια να αγοράζει βιβλία. Μια κυρία, εκπαιδευτικός, τον ρωτά τι διάβασε νέος και τι διαβάζει τώρα. Ένας άλλος κύριος του λέει ότι είναι ο παλαιοπώλης της γειτονιάς του στην Κυψέλη και ότι μια φορά τον είχε χαιρετήσει. Ο συγγραφέας τον αναγνωρίζει, αλλά του λέει ότι τον αποφεύγει, γιατί τον ντρέπεται που δεν έχει μπει μια φορά στο μαγαζί του να ψωνίσει. Γελάνε κι οι δυο και ο παλαιοπώλης τον παρακαλεί να γράψει κάτι και για την περιοχή μας.


Κι έρχεται η ώρα που ο συγγραφέας θα υπογράψει βιβλία. Δεν θα το έκανα για πολλούς άλλους συγγραφείς, αλλά για κάποιους σαφώς θα το έκανα. Και το έκανα. Αγόρασα εκείνη την ώρα τον "Δυό φορές Έλληνα" -αγορά πολλάκις και αδικαιολογήτως αναβληθείσα- και του τον πάω, με όσο θράσος μού περίσσευε. Μου πιάνει την κουβέντα (δεν ήμασταν δα και πάααρα πολλοί στην εκδήλωση, ο κύριος που τον απασχολούσε πριν από μένα ήταν μακρινός του ξάδερφος που ήρθε να τού συστηθεί). Εντυπωσιάστηκα από την άνεσή του να γίνει αμέσως πιο εξομολογητικός, να μού πει π.χ. ποια μέρη επισκέφθηκε τις τελευταίες μέρες, να μού συστήσει ένα καινούργιο cd με Σκαρλάτι από έναν νέο ρώσο πιανίστα που του άρεσε ιδιαίτερα, αυτό όμως που πρέπει να μοιραστώ εδώ, μιας και έχει στο παρελθόν συζητηθεί σε μερικά μπλογκ, είναι άλλο. Ο Μένης Κουμανταρέας είναι ο πρώτος Έλληνας λογοτέχνης που μετέφρασε (και το υποστήριξε και θεωρητικά) Παπαδιαμάντη. Τις απόψεις του και την μετάφραση ενός πολύ γνωστού παπαδιαμαντικού διηγήματος, του "Έρωτα στα χιόνια", θα βρείτε εδώ. Αν πρέπει να πω κι εγώ την άποψή μου, μπορώ να πω ότι πείστηκα. Προφορικά, ο ίδιος μού έκανε τις εξής διευκρινίσεις: πιστεύει ότι δεν πρέπει να χάνεται η εικόνα του πρωτοτύπου κι ότι αυτό μπορεί να γίνει κάλλιστα με εκδόσεις όπου στη μια σελίδα είναι το πρωτότυπο και στην άλλη η σύγχρονη εκδοχή. Σε αυτήν ειδικά την ιδέα έχω επιφυλάξεις, κάνοντας κάποιες όχι αβάσιμες, νομίζω, υποθέσεις για την προσοχή που θα ελκύσει το πρωτότυπο. Τον ρώτησα δυο πράγματα, αφενός αν με την "μετάφραση" εννοεί μια απλή γλωσσική εξομάλυνση ή κάτι πιο προσωπικό και "λογοτεχνικό" και, αφετέρου, τι πρέπει να διατηρηθεί και τι πρέπει να αλλάξει. Μού είπε ότι ακόμα και τώρα όταν διαβάζει Παπαδιαμάντη βρίσκει άγνωστες λέξεις (και ποιος από μας, όσο γλωσσικά ορθόδοξος, μπορεί για τον εαυτό του να διαβεβαιώσει το αντίθετο;) και ότι, εντούτοις, βρίσκει πως πρέπει οπωσδήποτε να διατηρηθούν οι χαρακτηριστικές "παπαδιαμαντικές" λέξεις (ίσως το είπε αυτό με αφορμή κάποιες "μεταφράσεις" που κυκλοφορούν για παιδιά). Αυτό το οποίο για μένα έχει σημασία είναι η πεποίθησή του ότι αυτή η μετάφραση καλό είναι να γίνεται από λογοτέχνες, παρά από κάποιον άνθρωπο ενός εκδοτικού οίκου.


Ως ελάχιστη συμμετοχή στον διάλογο που είχε κάποτε γίνει για το αν πρέπει ή δεν πρέπει να μεταφράζονται ο Ροΐδης, ο Παπαδιαμάντης κ.λπ., το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η γλώσσα του Παπαδιαμάντη και, κυρίως, του Ροΐδη είναι αρκετά διαφορετική και αρκετά απομακρυσμένη από την σημερινή καθομιλούμενη. Είναι αρκετά φυσικό, σε σημαντικό της μέρος, να μη μάς είναι προσιτή. Το χειρότερο που έχουμε να κάνουμε είναι να γεμίσουμε ενοχές που δεν τους καταλαβαίνουμε. Έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί οι υποτακτικές του Παπαδιαμάντη και οι γενικές απόλυτες του Ροΐδη. Δεν φταιν ούτε αυτοί, ούτε εμείς. Δεν είμαστε κακοί γνώστες και χρήστες της δικής μας γλώσσας, αν μας δυσκολεύει η δική τους γλωσσική μορφή. Αυτή η γλώσσα, γλώσσα τεχνητή, κατάφερε στα δικά τους χέρια να γίνει η μόνη φυσική, μα αυτό δεν μπορεί να ισχύει για όλους, η ιστορία επεφύλαξε σε αυτό το γλωσσικό μόρφωμα την μόνη άξια ανταμοιβή, τη λήθη. Αυτό δεν μειώνει καθόλου την αξία τους. Η δική μου πρόταση είναι να παιδευτούμε με αυτή τη γλώσσα, όσο μπορούμε, γιατί είναι καθοριστική και του ιδιαίτερου κλίματος αυτών των συγγραφέων. Αν όμως μάς είναι ανυπέρβλητο εμπόδιο, αντί να τους στερηθούμε ολοκληρωτικά, κανέναν δεν θα βλάψει μια ευσυνείδητη συγχρονισμένη γλωσσική τους εκδοχή. Αν π.χ. κανείς αποφάσιζε να κάνει ταινία την Πάπισσα Ιωάννα (που θα γινόταν ζουμερότατη ταινία), θα την γέμιζε με αρχαΐζουσα; Σαν μια γελοιότητα που παρακολούθησα κάποτε ως θεατρική μεταφορά της "Φόνισσας" (με επιμέλεια φυσικά καθηγητού της Φιλοσοφικής Αθηνών);
------------------------------------------------------------------------------------------------
[Εdit 28/8] Είπα ότι η γλώσσα του Ροΐδη και του Παπαδιαμάντη είναι καθοριστικές του ιδιαίτερου κλίματός τους. Η μεν γλώσσα του Ροΐδη είναι γλώσσα σαρκασμού και ειρωνείας. Έχει ειπωθεί π.χ. (Γαραντούδης, 2004) ότι στην Πάπισσα Ιωάννα "ο συγγραφέας οργάνωσε ένα ορθολογικό και περίτεχνο ρητορικό κείμενο, που φανερώνει τις υπερβολές, την αισθηματολογία και το βερμπαλισμό του ιστορικού μυθιστορήματος". Θα μπορούσαμε, λίγο τολμηρά, είν'η αλήθεια, να ισχυριστούμε ότι και η γλώσσα του, με την υπερβολική της καθαρότητα και τους αψεγάδιαστους αττικισμούς, φανερώνει την υπερβολή, την ψυχρότητα και την κενή σχολαστικότητα της σύγχρονής του φιλολογικής γλώσσας. Ποιος όμως είπε ότι ο λογιοτατισμός λείπει κι από ορισμένες χρήσεις της σημερινής, της απόλυτα -γραμματικά- κατανοητής, γλώσσας μας;
Του Παπαδιαμάντη η γλώσσα πάλι είναι γλώσσα κρυπτικότητας. Ο Στεργιόπουλος, αν δεν απατώμαι, είχε πει πως ο Παπαδιαμάντης είναι ένας πειραζόμενος άγιος (Θυμηθείτε το "Όνειρο στο Κύμα", τη "Φαρμακολύτρια", το "Θέρος-Έρως", τον "Έρωτα στα Χιόνια" που είπαμε...). Ανάλογα κι η γλώσσα του, επιφανειακά φτιαγμένη για να υπηρετήσει τον ηθογραφικό ρεαλισμό της εποχής, γίνεται το άριστο εργαλείο ενός κρυπτόμενου λυρισμού. Την γλώσσα που προσπαθεί να ψυχράνει το πάθος για να μην κάψει εντελώς γράφοντα και αναγνώστες, την συναντούμε άλλωστε και στον Καβάφη, του οποίου σώζεται ευμενέστατο σχόλιο για την περιγραφική δύναμη του Παπαδιαμάντη.
Το θέμα όμως παραμένει. Είναι από όλους προσπελάσιμη αυτή η γλωσσική μορφή, και μάλιστα συνολικά, χωρίς κενά, θολούρες, παρεξηγήσεις; Κι από την άλλη: μόνο όσοι ήταν γεροί στα αρχαία δικαιούνται να τους διαβάζουν; Δεν θα διαφωνήσω πως σε κάθε κείμενο, όταν δεν το διαβάσουμε στην πρωτότυπη γλωσσική του μορφή, χάνουμε αναπόφευκτα ένα μικρό ή μεγάλο μέρος των λογοτεχνικών χαρίτων του, αυτών που οφείλονται ακριβώς σε γλωσσικές επιλογές, τις οποίες μόνο η γλώσσα του πρωτοτύπου παρέχει. Συμβαίνει και με τους αρχαίους, συμβαίνει και με την ξενόγλωσση λογοτεχνία. Πιστεύω όμως πως αν η μετάφραση του Ροΐδη και του Παπαδιαμάντη (και του Μωραϊτίδη και του Κονδυλάκη, αν υπάρξει ζήτηση) γίνει από λογοτέχνη ή έμπειρο μεταφραστή λογοτεχνίας, το αποτέλεσμα δεν θα είναι ένα κείμενο χωρίς λογοτεχνικότητα και, κυρίως, δεν θα είναι κάτι διαφορετικό σε ποιότητα από αυτό που προσλαμβάνουμε διαβάζοντας ξένη λογοτεχνία και τις παντοειδείς μεταφράσεις του αρχαίου δράματος. Ο θυμός που αυθόρμητα ξεσηκώνεται από μέσα μας όταν ακούμε για μετάφραση των ιερών τεράτων που έγραψαν σε καθαρεύουσα ή αρχαΐζουσα γλώσσα, κακά τα ψέματα, δεν οφείλεται σε ανησυχίες για την λογοτεχνικότητα, οφείλεται στο γνωστό στερεότυπο (και φόβο) ότι η αδυναμία μας (κι όχι μόνο των νεοτέρων) να νιώσουμε βολικά με την αρχαιότροπη εκδοχή της μητρικής μας (που, βρε αδερφέ, μέχρι χτες έτσι γράφαμε και διαβάζαμε) σημαίνει και απαιδευσία.
----------------------------------------------------------------------------------------------

Και η εκδήλωση τελειώνει. Η πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου θέλει να δώσει στον συγγραφέα ένα δώρο για την τιμή που μάς έκανε. Του χαρίζει -τι άλλο;- ένα στεφάνι πλεγμένο από κλαδιά ελιάς, αφού άλλωστε η ελίτσα (με το ουρανικό λ της ντοπιολαλιάς μας εκεί κάτω) και το λάδι ήταν ο άξονας των φετινών πολιτιστικών εκδηλώσεων. Μα πριν κλείσει η βραδιά, η πρόεδρος έχει μια ερώτηση που από ώρα θέλει να κάνει: "Πείτε μου, τι κάνετε, κύριε Κουμανταρέα, όταν ξυπνήσετε; Πείτε μου, πώς περνάτε τη μέρα σας, τι κάνετε με τη γυναίκα σας; (θού Κύριε)". "Τρώω φρυγανιές με μέλι", απαντά ο αποσβολωμένος συγγραφέας.

12.6.05

Τα αρχαία σαν τιμωρία

Ο τίτλος είναι δανεικός ή, ακριβέστερα, κλεμμένος. Ο Ουμπέρτο Έκο είχε γράψει το 1972, στην εφημερίδα L'Espresso (μη γελάσετε, αλλά όταν είχε πρωτοβγεί η δικιά μας η Espresso κάτι τέτοιο νόμιζα ότι θα'ναι), ένα άρθρο με παρόμοιο τίτλο: "Τα λατινικά σαν τιμωρία".Όλοι το ξέρουμε. Τα σημερινά παιδιά είναι κακά παιδιά. Χειρότερα πάντως από αυτά που προηγήθηκαν στα ίδια θρανία. Επίσης δεν τα μιλάνε καλά τα ελληνικά. Θες γιατί παίζουν συνέχεια με τα ηλεκτρονικά, θες γιατί κάνουν παρέα με αλβανάκια, πάντως δεν τα μιλάνε. Κάτι πρέπει να γίνει. Γιατί οι μπαμπάδες τους που περάσανε κι από πείνα κι από Κατοχή (λέμε τώρα) τα μιλάνε καλύτερα, ενώ αυτά τώρα που τα'χουν όλα...; Μα η απάντηση είναι προφανής: γιατί οι παλιοί κάναν αρχαία! Όλοι; Όλοι. Μα καλά, κι εσύ θείε που δεν πήγαινες κλασικό, αλλά πρακτικό; Ξέρεις, παιδί μου, τι κομπλεξικοί ήταν οι φιλόλογοι στα πρακτικά; Καταλήγαμε στο πρακτικό να κάνουμε πιο πολλά αρχαία απ'ό,τι στο κλασικό.Η σημερινή ηγεσία (όχι ότι η παλιά πήγαινε πίσω, αλλά τέλος πάντων...) του Υπουργείου Παιδείας είναι οξυδερκής και βλέπει πίσω από τα φαινόμενα... Πρόβλημα: Τα παιδιά έχουν πρόβλημα στην καθημερινή έκφραση τους, ήτοι στον νεοελληνικό λόγο. Τι κάνουμε; Απλούστατο: Να μάθουν αρχαία, για την ακρίβεια περισσότερα αρχαία. (Αναφέρομαι στην απόφαση της υπουργού να αυξηθούν οι ώρες των αρχαίων, κατά μία σε κάθε τάξη του γυμνασίου, κατά δύο στην Α' Λυκείου.)Πίσω από τον προφανή παραλογισμό, υπόκεινται κάποιες προκείμενες. Ας ξαναπάρουμε τον συλλογισμό απ'την αρχή:1) Τα παιδιά δεν τα μιλάνε καλά τα ελληνικά (ε, τα σημερινά εννοείται, εκτός αν η υπουργός στεναχωριέται που το δωδεκάχρονο δεν καταλαβαίνει Ησίοδο, που αυτή τον παίζει στα δάχτυλα).2) .........Συμπέρασμα: Το πρόβλημα θα λυθεί αν τα παιδιά κάνουν περισσότερες ώρες αρχαία.Για να ευσταθεί αυτό το λογικό σάλτο μορτάλε, θα πρέπει οι προκείμενες που λανθάνουν α) να συνδέουν πειστικά την ευχερέστερη και αποτελεσματικότερη χρήση της μητρικής γλώσσας με την γνώση των δομών και του λεξιλογίου μιας (αρκετά) παλιότερης φάσης αυτής της γλώσσας (εδώ είμαστε καλά παιδιά και δεχόμαστε 100% τα περί συνεχείας της γλώσσας), β) να μάς πείθουν ότι η αύξηση των ωρών διδασκαλίας σημαίνει και αποτελεσματικότερη διδασκαλία της αρχαίας σοφίας.Πριν πούμε τους φόβους για το βου, ας δούμε τα προσφερόμενα επιχειρήματα για το α:1. "Όταν ο μαθητής αποκόπτεται από τη λόγια παράδοση, δεν μπορεί να αναγνωρίσει τα στοιχεία της που παραμένουν ζωντανά και στον νεοελληνικό λόγο."Απορία: πόσο ζωντανά; και ποια στοιχεία εννοούμε; Εννοούμε παγιωμένες φράσεις και χρήσεις και λογιότερες λέξεις που απλώς επιζούν; Ε, δεν μπορούν να διδαχθούν αυτά στο πλαίσιο της νεοελληνικής τους παρουσίας, σαν ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο; Πρέπει σώνει και ντε να τα διδαχθεί ο μαθητής εντεταγμένα σε ένα σύστημα που ίσχυε κάποτε; Δηλαδή είναι τόσο κεντρικό πράμα στη γλώσσα μας οι δοτικές που διασώζονται, ώστε να μη γίνονται κατανοητές, προσιτές και ενεργές στον δικό μας λόγο, αν δεν ενταχθούν στο αρχαίο σύστημα της δοτικής, και ώστε (με αυτό το επιχείρημα, το τονίζω) να κρίνεται η διδασκαλία τους εκ των ων ουκ άνευ;Εκτός αν εννοούμε όλο αυτό το μεγάλο μέρος της γλώσσας που είτε μορφολογικά είτε και σημασιολογικά καμιά φορά (οπωσδήποτε όχι φωνολογικά) παραμένει ίδιο και μάς έρχεται έτσι κατευθείαν από τις πρώτες μορφές της Ελληνικής. Εντάξει, αυτό είναι υπαρκτό και σεβαστό. Πρέπει να πληρώσουμε φόρο κληρονομίας; Αν δεν ξέρω την αρχαία ή μη καταγωγή μιας λέξης (ζητώ συγγνώμη από την κυρία γλωσσολογία που υπεραπλουστεύω έτσι ηλιθίως, αλλά αν ξέρατε τι εννοούν αυτοί όταν λένε "αρχαία ελληνικά"...) δεν την χρησιμοποιώ σωστά/επαρκώς κ.λπ.;2. (προέκταση του 1) Τα νέα ελληνικά σε σχέση με τα αρχαία είναι η φυσική προέκταση τους, ή μάλλον το ίδιο πράγμα, ή μάλλον το ίδιο πράγμα μετ'ολίγων εκπτώσεων και φθορών.Δεν θα απαντήσω εγώ. Έχει ήδη απαντηθεί ο μύθος της ανωτερότητας των αρχαίων και της εξάρτησης από αυτά στο βιβλίο "Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα". Εγώ μόνο θα πω πάλι για αυτό το σύνδρομο που κάπως άτεχνα είχα περιγράψει ως "εθνική μειονεξία". Ένα από τα συμπλέγματα αυτού του συνδρόμου είναι και η "γλωσσική μειονεξία". Τα αρχαία είναι ανώτερα όχι μόνο επειδή γράψανε σε αυτά ο Αριστοτέλης, ο Όμηρος, ο Περικλής, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Διγενής Ακρίτας και ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, αλλά κυρίως επειδή τα σημερινά ελληνικά είναι χάλια μαύρα, φτωχά (το πολύ εκατό λέξεις) και ξενομανή (από τις 100 οι 90 είναι εγγλέζικες).τουμπή κοντίνει ουν τ', που λέγαν κι οι αρχαίοι μας πρόγονοι.

11.6.05

ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΝ=ΠΙΣΤΙΣ=ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΣ=800

η συνέχεια ή "γιατί εμείς ούτε ξύπνιους τσαρλατάνους δεν αξιωθήκαμε να έχουμε;":

"Εκπληκτικό", είπα, "το έχετε μετρήσει;"
"Όχι", είπε ο Αλιέ. "Κάποιος Ζαν-Πιέρ Αντάμ μέτρησε ένα άλλο περίπτερο. Υποθέτω ότι όλα τα περίπτερα έχουν πάνω κάτω τις ίδιες διαστάσεις. Με τους αριθμούς κάνεις ό,τι θέλεις. Αν έχω τον ιερό αριθμό 9 και θέλω να φτάσω στο 1314, χρονιά που ανέβηκε στην πυρά ο Ζακ ντε Μολαί -και που είναι ακριβή για όλους όσους διακηρύττουν, όπως εγώ, την ιπποτική παράδοση των Ναϊτών- τι κάνω; Τον πολλαπλασιάζω με το 146, μοιραία χρονολογία της πτώσεως της Καρχηδόνας. Πώς έφτασα σε αυτό το συμπέρασμα; Διαίρεσα το 1314 με το δύο, με το τρία, και ούτω καθεξής, ώσπου να βρω μια ικανοποιητική χρονολογία. Θα μπορούσα να διαιρέσω το 1314 με το 6,28, το διπλάσιο του 3,14, οπότε θα είχα 209. Λοιπόν, πρόκειται για το έτος που ανέβηκε στο θρόνο της Περγάμου ο Άτταλος ο Α'. Ικανοποιηθήκατε;"

(Ουμπέρτο Έκο, Το εκκρεμές του Φουκώ)

Δείτε και τις υπόλοιπες ευρεσιτεχνίες του Περίκαλλου, είναι απολαυστικές!

5.6.05

ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ=ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΣ=ΠΥΞΙΣ=ΤΕΛΕΣΙΣ=ΣΚΟΡΠΙΟΣ=750

Μικρά συμβολή εις την λεξαριθμικήν θεωρίαν και την εν γένει αριθμολογίαν

"Κύριοι", είπε, "σας προσκαλώ να πάτε και να μετρήσετε εκείνο το περίπτερο. Θα δείτε ότι το μήκος του βάθρου του είναι 149 εκατοστά, δηλαδή το ένα εκατοντάκις δισεκατομμυριοστό της απόστασης Γης-Ηλίου. Το ύψος της οπίσθιας πλευράς αν διαιρεθεί με το πλάτος του παραθύρου μάς δίνει 176/56=3,14. Το ύψος της εμπρόσθιας πλευράς είναι 19 δεκατόμετρα, δηλαδή ισούται με τον αριθμό των χρόνων του ελληνικού σεληνιακού κύκλου. Το άθροισμα των υψών των δύο εμπρόσθιων και των δύο οπίσθιων ακμών μάς δίνει 190Χ2+176Χ2=732, που είναι η χρονολογία της νίκης στο Πουατιέ. Το πάχος του τοιχώματος είναι 3,10 εκατοστά και το πλάτος της κορνίζας του παραθύρου 8,8 εκατοστά. Αντικαθιστώντας τους ακεραίους με το αντίστοιχο γράμμα της αλφαβήτου έχουμε C10H8, που είναι ο τύπος της ναφθαλίνης". [...] (συνεχίζεται)

21.5.05

Το φάρμακο της δυσλεξίας

Στην μοιραία εκπομπή του Χαρδαβέλλα ακούστηκε κι αυτό:
"μου λένε συνέχεια ότι πληθαίνουν τα κρούσματα δυσλεξίας" είπε με το σατανικό του μειδίαμα ο κύριος Καργάκος. "Παλιά γιατί δεν είχαμε δυσλεξία; Μα είναι δυνατόν το παιδί που ήξερε να κλίνει το 'πεπαίδευκα, πεπαίδευκας, πεπαίδευκε, πεπαιδεύκαμεν, πεπαιδεύκατε, πεπαιδεύκασιν' (ο μπαγάσας το'πε με μια ανάσα) να γίνει δυσλεξικό;". Αυτό θα πει μεστός αττικός λόγος: συμπύκνωσε σε μια φράση την με ιατρική ακρίβεια περιγραφή της ασθένειας, τη ρίζα της και την θεραπεία της.

Έχει αρχίσει να εμφανίζεται στους εφιάλτες μου ο Σαράντος. Τον ακούω ακόμα να προστάζει να κάψουμε την Διαμαντοπούλου. Τον βλέπω με ναπολεόντειο καπέλο και βέργα να μπαίνει σε τάξη και με μια ανάσα, σαν πνίγος, να απαγγέλλει εν χορώ μαζί με τους υπνωτισμένους μαθητές "τέττιξ, τέττιγος, τεττίγων, τέττιξιν, τέττιγε, τεττίγοιν" και με τη βέργα να τεμαχίζει και να καρφώνει ζεματισμένα τζιτζίκια.

14.5.05

μικρές ανασκαφές

1. ανασκαφούλα πρώτη: ένα παιχνίδι προχωρημένης σημασιολογίας: νοήμον, αυτορυθμιζόμενο (δύο "ρ" θέλει τώρα αυτό; βοήθησον Πελασγέ), ενίοτε πονηρό, οπωσδήποτε εντυπωσιακό. Ανευρέθη σε παλιές κλασικές σελίδες του kukuzeli.

2. ανασκαφίδα δεύτερη: Τον θυμάστε τον Θεοφανίδη που αναφέρει ο αυτόχθων λίγο παρακάτω; Αχ, πού'σαι νιότη που'δειχνες πως θα γινόταν ίδιος!

3. ανα(υπο)σκάπτειν νάμπερ θρι: Μήπως είστε πιο αριστερός από τον Στάλιν; Μήπως ψηφίζετε αριστερά αλλά είστε πιο δεξιός από την Thatcher; αυτό θα σας διαφωτίσει. Το πήρε κι αλλού το μάτι μου, αλλά τελικά μού το συνέστησε ο φίλος μου Ευμίλιος.

4. Ο Λαρς φον Τρίερ σκάβει ξανά σε σκοτεινές περιοχές: Dear Wendy. Θα δείτε πολλά και ενδιαφέροντα στις κριτικές, σε όσες διάβασα, όμως, δεν τονίστηκε αρκετά μια συγγένεια της ταινίας με το Dogville: το έντονο στοιχείο της παραβολής, η εμβληματική στενο-χωρία, η αναγωγή των προσώπων και των πραγμάτων σε σύμβολα, αντιστρόφως ανάλογα με την φυσική τους δυναμική, ο καταλυτικός ρόλος αόρατων σκηνικών και μετεχόντων. Δεν νομίζω ότι ήταν μια ταινία για το πρόβλημα της οπλοφορίας των πολιτών.

5. Και μια αισιόδοξη ανασκαφή: τώρα που η κυβέρνηση κατά τα υπεσχημένα περιόρισε το κράτος και παραμέρισε το μαύρο σύννεφο της γραφειοκρατίας, ανασκάπτω κι εγώ τους δίσκους μου και χορεύω ανάλαφρος και απαλλαγμένος την "Πόλκα του Γραφειοκράτη" από το μπαλέτο "Bolt" ("Μάνταλο" ή "Απόδραση";) του Dmitri Shostakovich.

6.5.05

Ο φίλος μας ο απόλυτος σχετικισμός

Φτηνή αντιγραφή χωρίς σχόλια δικά μου:


Ο Σωκράτης
Ο κύριος Κ. διάβασε ένα βιβλίο σχετικά με την ιστορία της φιλοσοφίας, κι έπειτα εκφράστηκε αποδοκιμαστικά για τις απόπειρες των φιλοσόφων να εμφανίσουν τα πράγματα ως εκ θεμελίων αδιάγνωστα. "Κι ενώ οι σοφιστές" είπε, "ισχυρίζονταν ότι γνωρίζουν πολλά, χωρίς τίποτε να έχουν μελετήσει, ο σοφιστής Σωκράτης διακρίθηκε με τον αλαζονικό ισχυρισμό ότι ένα μόνο γνώριζε, ότι δε γνώριζε τίποτε. Θα περίμενε βέβαια κανείς να τον ακούσει να προσθέτει: επειδή ούτε κι εγώ έχω μελετήσει τίποτε. (Για να γνωρίζουμε κάτι, πρέπει να το έχουμε μελετήσει). Κατά τα φαινόμενα, όμως, δεν πρόσθεσε τίποτε άλλο. Μπορεί, όμως, οι επόμενες φράσεις του να πνίγηκαν στο θυελλώδες χειροκρότημα που ξέσπασε μετά την πρώτη του φράση, και που κράτησε δύο χιλιάδες χρόνια".
Μπ. Μπρεχτ, Ιστορίες του κ. Κόυνερ
Edit: Είπα "χωρίς σχόλια δικά μου", αλλά αυτοαναιρούμαι: να διευκρινίσω ότι ο τίτλος της εγγραφής και η φράση του κειμένου την οποία έχω βάλει με έντονα γράμματα, θεωρώ ότι έχουν... πώς να το πω, κοινή αναφορά. Πιστεύω, επίσης, πως ζούμε στον απόηχο ή ακόμα υπό τον κρότο αυτού του "θυελλώδους χειροκροτήματος". Κι αυτό εξηγεί γιατί θα βρεθούν μερικοί να πουν πως ο Λιακόπουλος (ή ο Καρατζαφέρης κ.λπ.) "λέει και σωστά" ή γιατί ακόμα τόσο συχνά ακούμε το "έχω σπουδάσει στο μεγάλο πανεπιστήμιο της ζωής" και άλλα όμορφα. Έχουν γραφτεί και αλλού αυτά ωραιότερα, γι'αυτό δεν ήθελα παρά μόνο να παραθέσω αυτό το προφητικό κειμενάκι του Μπρεχτ. Μάς υπενθυμίζει κάτι: δεν αρκεί να παραδεχτούμε την άγνοιά μας. Εν τέλει είναι εύκολο και μάγκικο και ξεκούραστο. Πρέπει και να δεχτούμε ότι η δική μας άγνοια δεν συνεπάγεται την ανυπαρξία της γνώσης- όπως επίσης και ότι αυτή κατακτάται μόνο με την επίπονη ειδική μελέτη και όχι με την αόριστη και χαριτωμένη "ενημέρωση".

9.4.05

Σού πήρα δώρο μια λέξη

Ένα αγοράκι είχε χάσει όλες τις καλές λέξεις και του είχανε μείνει οι άσχημες: σκατά, κακά, κουράδα, κτλ.
Τότε η μαμά του το πάει σ’ ένα γιατρό που είχε κάτι μουστάκια τόσο μακριά, και του λέει: -Άνοιξε το στόμα σου, έξω τη γλώσσα, κοίταξε πάνω, κοίταξε μέσα, φούσκωσε τα μάγουλα.
Ο γιατρός τού λέει πως πρέπει να πάει να βρει μια καλή λέξη. Πρώτα βρίσκει μια λέξη τόση (το παιδί δείχνει μάκρος περίπου είκοσι εκατοστά) που ήταν το «ουφ», που είναι κακιά λέξη. Ύστερα βρίσκει μια τόσο μακριά (περίπου πενήντα εκατοστά) που ήταν το «παράτα με», που είναι κακιά λέξη. Ύστερα βρίσκει μια λεξούλα ροζ, που ήταν το «γεια σου», τη βάζει στην τσέπη του, την παίρνει σπίτι του και μαθαίνει να λέει τις ευγενικές λέξεις και γίνεται καλό.


Την ιστορία αυτή ο κύριος Τζιάννι Ροντάρι μάς διαβεβαιώνει ότι την διηγήθηκε ένα αγόρι πέντε χρονών από το νηπιαγωγείο Ντιάνα, στην περιοχή Ρέτζο Εμίλια της Ιταλίας. Το μικρό ιταλόπουλο βγαίνει βόλτα και μαζεύει λέξεις, όπως θα μάζευε βότσαλα (κι όχι όπως το λίγο μεγαλύτερό του ελληνόπουλο ψωνίζει λέξεις από εκθεσιολόγια), για να γίνει, λέει, καλό -κι όχι για να θεραπεύσει τη μεσογειακή του λεξιπενία. Και μάς πληροφορεί η ιστορία τούτη κάτι σημαντικό: εδώ, κύριοι, οι λέξεις έχουν μήκος, ειδικό βάρος και ατομικό αριθμό (προς Θεού, ελπίζω να μην πήγε ο νους σας στον αριθμολόγο Ε.Αργυρόπουλο), παραξενεύεστε που έχουν χρώμα;

Προχτές που ξαναδιάβαζα αυτήν την γοητευτική ιστορία από τη Γραμματική της Φαντασίας, πέρα από το ότι η αληθινή ποίηση είναι η προβολή του παραδειγματικού άξονα («άξονα επιλογής») στον συνταγματικό («άξονα συνδυασμού»), θυμήθηκα και κάτι άλλο: ότι το βράδυ είχα να πάω σε κάτι γενέθλια. Παραδειγματιζόμενος από τον μικρό της ιστορίας, σκέφτηκα να πάρω στους εορτάζοντες δώρο μια λέξη. Πρωτότυπο θα ’ταν, σκέφτηκα, αλλά θα με λέγαν και φτηνιάρη. Έτσι, τους πήρα πολλές λέξεις σε βιβλία κι ας παιδευτούν αυτοί να βρουν τις καλές και τις άσχημες.

Πάντως, το παιδάκι του Ρέτζο Εμίλια, που εντυπωσίασε τον Ροντάρι και εμένα, πήρε δώρο στον εαυτό του «μια λεξούλα ροζ». Γιατί ροζ; Ε γιατί «το ροζ είναι ένα χρώμα ευγενικό, λεπτό, μη επιθετικό, το χρώμα είναι ένδειξη αξίας», λέει ο συγγραφέας. Με αφορμή σύντομο διάλογο σε άλλο blog, με λυπητερή αφορμή, για το «τι εν τέλει εστί ποίησις», σκέφτηκα ότι μεταξύ άλλων δουλειά των ποιητών είναι και να χαρίζουν ξαναγεννημένες λέξεις:

[…]Να αποκτήσει (η λέξη) ποιητική υπόσταση –που σημαίνει να ξαναβρεί αυτήν την προαναφερθείσα «παρθενική χάρη» και να αποκαλυφθεί καινούργια, απρόοπτη, έτσι καθώς θα τοποθετηθεί πλάι σε άλλες καινούργιες κι απρόοπτες αναγεννημένες λέξεις. Γιατί –ο Ζιντ λέει- δεν υπάρχει μεγαλύτερο εμπόδιο στην ευτυχία από την ανάμνησή της. Το ίδιο και με τη λέξη. Τίποτα πιο άχρηστο και οδυνηρό για μια καινούργια της παρουσία από την ανάμνηση των χρήσεών της. Η Ποίηση ξέρει να τη θεραπεύει. Εκείνη μόνο την αποκαλύπτει και τότε μόνο η μουσική τη δέχεται για σύντροφο παντοτινό […]. (Ειλικρινά δεν ξέρω αν ο Χατζιδάκις είχε διαβάσει Γιάκομπσον, τα ’χω χαμένα).

Όπερ σημαίνει ότι κι άλλοι βλέπουν στις λέξεις χρώματα (ο συγκεκριμένος έβλεπε και στις συμφωνικές ορχήστρες). Όμως, τι ιδιότητες συνεπάγονται τα χρώματα για τις λέξεις;

Και πιο συγκεκριμένα, τι ιδιότητες έχει μια άσπρη λέξη; (ω ναι, ύστερα από τόσες γραμμές, θα μπούμε στο θέμα, που δεν είναι άλλο από τη γνωστή πλέον στους περισσότερους διαδικτυακή επιχείρηση με αυτό το όνομα)

-μια άσπρη λέξη είναι μια κομψή λέξη: όντως, και από τα παραπάνω που είπαμε, συνάγεται ίσως πως θα ’χε ενδιαφέρον να δούμε τις λέξεις μας από την αρχή, (και) σαν αισθητικές αξίες. Όπως πιάνουμε ένα στυλό, ένα κέρμα, ένα κουμπί, όχι για να τα βάλουμε εκεί που πρέπει, αλλά για να τα παρατηρήσουμε, να τα αντικρίσουμε αυτόνομα έξω από τη χρήση και τη χρησιμότητά τους, έτσι μια άσπρη λέξη θα μας καλούσε να την δούμε σαν γνωστή-άγνωστη, σαν πρόσωπο με το οποίο συναλλασσόμαστε καθημερινά και δεν έχουμε ίσως παρατηρήσει πως έχει γαλάζια μάτια.

-μια άσπρη λέξη είναι μια αισιόδοξη λέξη: σε μια μαύρη μέρα έχεις μιαν άσπρη λέξη να σού φτιάχνει το κέφι με την ευχαρίστηση αίσθηση που σού δημιουργεί η άρθρωσή της, με την σπανιότητά της, με την ξεχασμένη ίσως σημασία της, με την εσωτερική της ρυθμική αγωγή. Όταν καμιά φορά επιστρέφομεν από τους Παρισίους και αναπνέομεν την αύραν του Σαρωνικού, υπό το φίλιον φως και μέσα στα αρώματα της πεύκης, εν τη λιτότητι των μύθων - των σημερινών και των προκατακλυσμιαίων - ως σάλπισμα πνευστών, ή ως ήχος παλμικός, κρουστός, τυμπάνων, υψώνονται πίδακες στιλπνοί, ωρισμέναι λέξεις, λέξεις-χρησμοί, λέξεις ενώσεως αψιδωτής και κορυφαίας, λέξεις με σημασίαν απροσμέτρητον δια το παρόν και δια το μέλλον, αι λέξεις "Eλελεύ", "Σε αγαπώ", και "Δόξα εν υψίστοις".

Η άσπρη λέξη του διαδικτύου είναι μια εξαιρετικά καλαίσθητη, ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη ιστοσελίδα. Το γεγονός ότι έχει κερδίσει την συμπάθειά μου με ωθεί στο να γράψω εδώ τις όποιες κριτικές (κι όχι το ότι δεν με πλήρωσαν για να τους γράψω έναν ύμνο :Ρ). Έτσι, η πρακτική της άσπρης λέξης, ειδικά όπως φαίνεται στην υπηρεσία της άσπρης λέξης της ημέρας, αφήνει καμιά φορά να φανεί πως οι συνδηλώσεις του άσπρου που κυρίως επιστρατεύονται είναι οι εξής:

-άσπρη είναι μια λέξη ανόθευτη, ελληνική: έτσι, συχνά προτείνονται και προκρίνονται οι πιο ελληνικές λέξεις έναντι διαδεδομένων ή μη ξενισμών. Παρενέργειες θα αναφέρω παρακάτω.

-άσπρη είναι μια λέξη σωστή, καθώς πρέπει (είπα να πω comme il faut αλλά συγκρατήθηκα) χωρίς τις κηλίδες του lapsus. Την τελευταία εβδομάδα, ας πούμε, η άσπρη λέξη ήταν αφιερωμένη σε «γλωσσικά ολισθήματα». (Δεν μιλώ επιτιμητικά, προς το παρόν). Συχνές είναι επίσης και οι υπομνήσεις κάποιων σωστών ορθογραφιών, χρήσεων λέξεων, αλλά και γραμματικών κανόνων. Γενικά, (τις εξαιρέσεις θα τις σχολιάσω κι αυτές παρακάτω), στο επίπεδο των ορθογραφιών και των χρήσεων ακολουθούνται τα διδάγματα από τις δημοσιεύσεις και, φυσικά, το λεξικό γνωστού καθηγητή γλωσσολογίας. Έτσι, η άσπρη λέξη γίνεται ένα ακόμα μέσο, πέρα από τις προσπάθειες του ίδιου του καθηγητή, να εκλαϊκευτούν κάποιες χρήσιμες (σε όσους νοιάζονται για μια προσεκτική χρήση της γλώσσας) πληροφορίες. Δεν λείπουν βέβαια και κάποιες κανονιστικές διατυπώσεις, αλλά δεν μπορώ να πω ότι υπάρχει κανενός είδους υπερβολή ή γλωσσαμυντορισμός. Στο επίπεδο όμως των γραμματικών πληροφοριών, τουλάχιστον έτσι όπως δίνονταν σε μηνύματα της ιστοσελίδας λίγους μήνες πριν, διατηρείται και συντηρείται μια έντονα παραδοσιακή προσέγγιση, σε αντίθεση ακόμα και με τα διδάγματα του γνωστού καθηγητή, ο οποίος έχει συμβάλει θετικά σε μια πιο σύγχρονη και ρεαλιστική ανάλυση της γραμματικής. Έτσι, το… «έτσι», ως άσπρη λέξη της ημέρας (δεν θυμάμαι ποιας), έφτασε προ καιρού στα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία μας ως τροπικό επίρρημα ή, σπανιότερα, ως «χρονικός σύνδεσμος» (!), αν θυμάμαι καλά. Αγνοήθηκε δηλαδή (και εν τοιαύτη περιπτώσει δεν καταλαβαίνω τι νόημα είχε ένα… αφιέρωμα στο «έτσι») η κύρια λειτουργία του, αυτή του προτασιακού/ κειμενικού επιρρήματος-δείκτη, λειτουργία που έχει προ πολλού επισημάνει ο γνωστός καθηγητής στις αναλύσεις του και, φυσικά, στη Γραμματική του. Έτσι, από άποψη γραμματικής προσπέλασης της γλώσσας, η άσπρη λέξη βρίσκεται πιο κοντά στην Γραμματική Τριανταφυλλίδη, πράγμα που μας υποψιάζει ότι στην ομάδα των συντελεστών της ιστοσελίδας δεν μετέχουν γλωσσολόγοι.

Το επαναλαμβάνω: η άσπρη λέξη είναι και πρωτότυπη και καλαίσθητη, διασκεδαστική και πολύμορφη, με αναντίρρητο επαγγελματισμό ως προς την ψηφιακή της μορφή. Φιλοξενεί πολλά ωραία κείμενα, έχει ακόμα και παιχνίδια. Όμως, όσοι έτυχε να έχουμε πάρει έστω και λίγες πιο ειδικές γνώσεις για τη γλώσσα και τη θεωρία της, θα περιμέναμε ίσως μεγαλύτερη επιστημονική συνέπεια. Φαίνεται πως η άσπρη λέξη ανήκει σε αυτές τις ιστοσελίδες (όπως π.χ. η wikipedia) που βασίζονται σε μεγάλο μέρος στις πληροφορίες που αποστέλλουν οι αναγνώστες. Κι αυτό μάλλον δείχνει κάτι για την ευρύτερη νοοτροπία με την οποία αντιμετωπίζουμε τη γλώσσα και θέματα σαν την γλώσσα. Επειδή μας είναι κάτι ούτως ή άλλως οικείο, νιώθουμε πως μπορούμε να καταπιαστούμε αρκετά άνετα και σε ερασιτεχνική βάση με αυτήν και να δώσουμε κάποια φώτα (αυτό δεν έκανε κι ο ιατρός Ν. Βαρδιάμπασης, σκορπώντας ένα σωρό παραμυθάκια;). Το ίδιο ισχύει και σε θέματα ψυχολογίας, διαπροσωπικών σχέσεων κ.λπ., όπου τις συμβουλές μας τις σκορπούμε αφειδώς.

Οι παρενέργειες μιας τέτοιας νοοτροπίας φαίνονται ίσως από δημοσιεύσεις της άσπρης λέξης σαν τις παρακάτω, δημοσιεύσεις που απεστάλησαν και στα μέιλ μας, παρά το ότι περιέχουν προφανείς παρετυμολογίες και λάθη:

1.
Αιγαίο
Ολόκληρη μελέτη θα μπορούσε να γραφεί μόνο με τη λέξη
αυτή η οποία είναι πανάρχαια και προέρχεται από την
αυγή του πολιτισμού έχοντας άμεση σχέση και με τις
λέξεις αυγό και αυγή. Επίσης είναι λέξη μαγική. Δεν
είναι σύμπτωση ότι στα αραβικά το νερό λέγεται μάγια.
Το τοπωνύμιο Αιγαίο σημαίνει νερό όπως η λέξη άγουα
=aqua. Εκτός από το Αιγαίο έχουμε και τους Αιγούς
(sic) Ποταμούς, το Αίγιο, τις Αιγιές, το Αιγίνιο, την
Αίγινα, και άλλα. Όλα αυτά τα τοπωνύμια είναι
υδρωνυμικά, δηλαδή οι θέσεις βρίσκονται κοντά σε σώμα
νερού. Η ετυμολογία όμως της λέξης έχει βαθειές (ξανά sic) ρίζες
και σχετίζεται και με τις λέξεις υγεία, γαία, άγιος
κτλ.

2.
Έβρος
Η λέξη σημαίνει ευ ροή= εύροος. Ο έχων καλήν την ροήν.
Επίσης η λέξη έχει ετυμολογική σχέση με το εύρος και
ευρύς, δηλαδή το πλάτος. Έτσι έχουμε εκτός από τον
ποταμό Έβρο στη Θράκη, τον ποταμό Ebro στην Ισπανία
και τον ιστορικό Ευρώτα που διασχίζει τη Λακωνία.
Πλήθος άλλων ποταμών ανά τον κόσμο έχουν στο όνομά
τους το θέμα -ρο ή ορο δηλαδή τη σημασία της ροής. Για
παράδειγμα ο Νίγηρας, ο Ευφράτης και άλλοι.


Όταν είχα πρωτοδεί αυτόν τον τραγέλαφο, διερωτήθηκα: «τελικά, πόσο άσπρη/οι είναι;». Όμως, είναι αμαρτία από τον Θεό να μηδενίσω ολόκληρη την προσπάθεια που γίνεται και η οποία ελπίζουμε να μάς ξαφνιάζει στο εξής μόνο ευχάριστα και να βελτιώνεται σταθερά (με τη συνδρομή ίσως κάποιων ειδικότερων;; λέω τώρα…).

30.3.05

αποχαιρετώντας τον τρελό λαγό


Ο βαρκάρης των κεραυνών

Ο βαρκάρης των κεραυνών γυρίζει
από ακτή σ' ακτή
Δεν θέλει ν' αράξει πουθενά
Δεν θέλει ν' αράξει πουθενά
Δεν θέλει ν' αράξει πουθενά
Μόνο στη βάρκα ψιθυρίζει
Φύγαν φύγαν τα νερά!
Φύγαν φύγαν τα νερά!



Ο τρελός λαγός

Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε απ' τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες

Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα
στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός
έφεγγε ο κόσμος

Bούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα

(Mίλτος Σαχτούρης 1919-2005)

12.3.05

Τσιγγάνοι στο Μέγαρο

Την Δευτέρα που μάς πέρασε, με τον Πελασγό βρεθήκαμε στην εκδήλωση-συζήτηση του Άρδην για τους "αρχαιολάτρες" στην ΕΣΗΕΑ, με κύριους ομιλητές τους Γ.Καραμπελιά, Ι.Προμπονά, Ν.Ξηροτύρη και Μ. Στεφανίδη. Θα επανέλθουμε, αμφότεροι νομίζω, με σχόλια και αναφορές στις ομιλίες. Η σημερινή εγγραφή θα μπορούσε να έχει τίτλο "Εθνική Μειονεξία ΙΙ", αλλά σκέφτηκα ότι θα ήταν όπως λέμε "χρωστάω Μαθηματικά ΙΙΙ και Χημεία Ι". Αυτό που με ωθεί να δώσω συνέχεια στις σκέψεις για "εθνική μειονεξία", παρότι ο ίδιος θεωρώ προβληματικό τον όρο και τον επινόησα (;) ως παρηχητικό αντίβαρο στην "εθνική μοναξιά", είναι το παράδοξο γεγονός πως την φράση ολόιδια χρησιμοποίησε στην ομιλία του και ο Μάνος Στεφανίδης (σοβαρός τεχνοκριτικός, γνωστός και από κάποιες τηλεοπτικές εκπομπές του με συνεντεύξεις εικαστικών καλλιτεχνών). Τώρα που το σκέφτομαι, η σημερινή καταχώριση θα μπορούσε επίσης να επιγράφεται "Και εσείς Περιγλώσσιο, κύριε Στεφανίδη;". :-P

Στην δική του εκδοχή της εθνικής μειονεξίας, ο Στεφανίδης τόνισε απολύτως εύστοχα μιαν άλλη παράμετρο, την οποία είχα σκοπό και εγώ να υπενθυμίσω (λέω "να υπενθυμίσω", γιατί η ιδέα πρωτοδιατυπώθηκε -ή εγώ την πρωτοσυνάντησα- σε δοκίμιο του Παπανούτσου). Είναι μια παράμετρος που, αν ωσάν ευθεία την προεκτείνουμε μέχρι εκεί που παίρνει, θα μάς οδηγήσει σε "μίσος" και όχι "μειονεξία". Πρόκειται για το απλό γεγονός ότι ο Έλληνας δεν ένιωσε σχεδόν ποτέ (ή έστω άργησε να νιώσει) δική του την Ελλάδα. Τις ρίζες του κακού ο ομιλητής τις εντόπισε στο οθωνικό βασίλειο (κι ο Παπανούτσος το ίδιο, μού λέει η άπιστη μνήμη μου), στην παρατεταμένη ξενοκρατία και εξάρτηση. Ο σημερινός Έλληνας δηλαδή νιώθει το ελληνικό δημόσιο σαν μπαμπούλα, ενδεχομένως όχι λόγω της υδρωπικής γραφειοκρατίας (ίσως κι αυτή να'ναι σύμπτωμα), αλλά επειδή έχει περάσει στο πατριωτικό του γονίδιο (ελπίζω να μη σάς φανεί πολύ μεταφυσικός ο όρος) η ιδέα ότι δεν είναι αυτό η πατρίδα του. Από εκεί και πέρα, ο Παπανούτσος, στο δοκίμιό του (λυκειακό, εκθεσιακό μου ανάγνωσμα, γι'αυτό και δεν θυμάμαι πού περιλαμβάνεται, για να σάς παραπέμψω), στο συναίσθημα αυτό φορτώνει και την διαχρονική κακομεταχείριση της δημόσιας περιουσίας (που απλώνεται στο συνεχές "αδιαφορία"-->"βανδαλισμός").

Ενδιαφέρον, για να επιστρέψουμε στην εκδήλωση του Άρδην, παρουσίασε και η ομιλία του καθηγητή Ν. Ξηροτύρη. Επέδειξε, συν ταις γνώσεσι, και σημαντική δεινότητα ως ομιλητής. Παρότι συνάντησε αρκετό αντίλογο από παρισταμένους, αν για να περιγράψουμε την αναίρεση των ισχυρισμών Πουλιανού χρησιμοποιούσαμε την έκφραση "τους έκανε σκόνη", θα αγγίζαμε την κυριολεξία. Ο σεβαστός καθηγητής όμως δεν μπόρεσε να αποφύγει ένα υποτιμητικό σχόλιο για τους θεωρητικούς επιστήμονες. Είναι κάτι που λέγεται συχνά, ότι οι θεωρητικοί επιστήμονες αγνοούν (ενώ θα όφειλαν να τα συνυπολογίζουν και να μη λένε κάτι που προσκρούει σ'αυτά) τα "θετικά" δεδομένα, τις αψευδείς μετρήσεις και τα αντίστοιχα πορίσματα. Ίσως το έθεσε κάπως πιο κομψά ο καθηγητής, νομίζω είπε "δεν πρέπει οι μεν να αγνοούν τα στοιχεία των δε". Να όμως που η αντίφαση κάπου εκεί φαίνεται αναπόφευκτη. Ο ίδιος, ως ανθρωπολόγος, είναι της άποψης (βασισμένος φυσικά στα ντιενέι του, στις κρανιομετρήσεις του και τα οστά του) ότι Ινδοευρωπαίοι δεν υπήρξαν και έφτασαν μερικοί απ'τα σύνορα και είπανε πως Ινδοευρωπαίοι πια δεν υπάρχουν.

Ο Ξηροτύρης δηλαδή, κι ελπίζω έτσι να μην παραποιώ την επιστημονική του θέση, υποστηρίζει την ιδέα μιας μορφής αυτοχθονίας, μιας αυτοχθονίας με πολύ πιο ευρεία, ασφαλώς, ορθολογική και ελαστική έννοια απ'αυτήν που εισηγούνται Πουλιανοί και Δαυλοί. Δεν ξέρω τι περιεχόμενο έχουν στη σκέψη του Ξηροτύρη τα λόγια "δεν υπήρξαν Ινδοευρωπαίοι", όποιο περιεχόμενο όμως και να'χουν προσκρούουν σε ένα εξίσου επιστημονικό, λογικά αναγκαίο και μη αναθεωρήσιμο συμπέρασμα, αυτό που προέρχεται από την γενετική συγγένεια τόσων γλωσσών. Ότι έχουμε κάποιες γλώσσες που στο μεγαλύτερο μέρος τους παρουσιάζουν βαθύτατες και συστηματικές ομοιότητες, που δεν μπορούν να αποδοθούν σε καμιά άλλη αιτία, παρά στην απόσπασή τους από μια κοινή μητέρα-γλώσσα. Ε, αυτή την γλώσσα, όπως και να την ονομάσουμε, δεν πρέπει κάποιοι να την μίλησαν; Αν δεν υπήρξαν αυτοί οι κάποιοι, οι αυτόχθονες πληθυσμοί που ανέπτυξαν και μίλησαν τις θυγατρικές, δηλαδή παρόμοιες, γλώσσες, τις δέχτηκαν από ταυτόχρονη επιφοίτηση, αλλά με ελαφρώς αλλοιωμένο σήμα σε κάθε περιοχή; Με αυτά δεν εννοώ τίποτε για την επιστημονικότητα των μεθόδων (ή και των προθέσεων) του Ξ., αντιστρέφω απλώς το επιχείρημά του: δεν θα όφειλε κι αυτός να διατυπώσει μια λύση/θεωρία που να μην κλοτσάει σε ένα πόρισμα μιας άλλης επιστήμης, έστω "θεωρητικής";

Τέλος πάντων, ο καθηγητής με κλόνισε λιγάκι με την υπόδειξή του προς θεωρητικούς κι είπα κι εγώ κάπως να εξιλεωθώ (πλησιάζουμε προς τη λύση του μυστηρίου της σκοπιμότητας του τίτλου της σημερινής εγγραφής του ημερολογίου, αμήν). Και για να εξιλεωθώ, πήγα στο Μέγαρο! Τις μέρες αυτές, στον εξωτερικό χώρο της αίθουσας Δημήτρη Μητρόπουλου, λειτουργεί μια πρωτότυπη και διασκεδαστική έκθεση μαθηματικών. Το σημαντικό εκεί είναι ότι δεν κοιτάς τα εκθέματα, παίζεις με αυτά (είχε επίσης πλάκα να βλέπεις μερικές γούνες να μπλέκονται σε κάτι ελατήρια και κυρίες με περιδέραια να κραδαίνουν δίκην σουρωτηρίου για μακαρόνια μια πιατέλα με πλανήτες και δορυφόρους σε τροχιά). Έπαιξα κι εγώ κάμποση ώρα (θα μάθετε σύντομα πόση) και ψιλοθυμήθηκα την θαμμένη γεωμετρία μου, τις λιγοστές μου πιθανότητες και τις κάπως καλύτερα συγκρατημένες από το Λύκειο ακολουθίες/προόδους. Κι εκεί είναι που ζήλεψα τους μαθηματικούς: γιατί αυτοί έχουν (ή μάλλον την συνειδητοποιούν περισσότερο και την ερευνούν) την διασκεδαστική πλευρά του αντικειμένου τους, ενώ συνήθως ως άλλη όψη του επιστημονικού νομίσματος της γλωσσικής επιστήμης εμφανίζονται αρχαιολάγνοι παρετυμολόγοι και ουφολόγοι. Μην λησμονούμε βεβαίως εδώ και ότι πλείστοι των αρχαιολατρών είναι μαθηματικοί που ανακάλυψαν τη "μαθηματική δομή" της γλώσσας μας (και δεν εννοούν τίποτα περισσότερο από επινοημένα εσωτερικά αθροίσματα διαδοχών γραμμάτων σε λέξεις) ή φυσικοί που ανακάλυψαν την υπερ-βιονική σούπερ προηγμένη τεχνολογία των προ-προ-προ-Ελλήνων. Θα μού πεις: και με αυτούς γελάμε. Όμως άλλο "διασκεδαστικό", άλλο "γελοίο". Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε το αθώο ή αναζωογονητικό γέλιο του παιδιού -μικρού ή μεγάλου- που (ξανα-)ανακαλύπτει τον κόσμο ή μια άλλη όψη (όχι την κατοπτρική παραμόρφωση) της γνώσης, στη δική μας φοβάμαι ότι έχουμε απλώς το κουρασμένο μειδίαμα ή και τον κλαυσίγελω του αηδιασμένου από την απάτη. Πάντως, το διδακτικό της έκθεσης ήταν ότι μπορούμε ή και οφείλουμε να αναδεικνύουμε από καιρού εις καιρόν την αστεία, την ευφάνταστη εφαρμογή/διάσταση του αντικειμένου μας. Και ξέρουμε οι περισσότεροι πως υπάρχει αυτό το πράγμα έντονο στη γλωσσική επιστήμη. Θα επανέλθω ίσως στο θέμα με αναφορές σε τέτοια βιβλία, που αναζητώ και συναντώ συχνά στο Σπουδαστήριο Γλωσσολογίας, ο νούς μου όμως αυτομάτως πάει στα βιβλία του Radford για την Γενετική-Μετασχηματιστική Σύνταξη, τα οποία παρά την σοβαρότητα και την πολυπλοκότητα του αντικειμένου, διατηρούν αμείωτο το παιγνιώδες του ύφους και προτείνουν συχνά διασκεδαστικές ασκήσεις.

Στην έκθεση λοιπόν του Μεγάρου παρέμεινα και αφού είχε αρχίσει το προγραμματισμένο για το βράδυ εκείνο ρεσιτάλ του Γαρουφαλή (στο οποίο θα πήγαινα αν είχα προλάβει κανένα εισιτηριάκι προτού εξαντληθούν την τελευταία στιγμή). Τι σημαίνει αυτό οι γνωρίζοντες ήδη θα το κατάλαβαν, ας αποκαλύψουμε το μυστικό όμως και στους υπολοίπους: στην αίθουσα Μητρόπουλου, αν καθίσεις απ'έξω, ακούς τη συναυλία ακριβώς όπως κι αν ήσουν μέσα. Έτσι κι εγώ άκουσα όλο το πρώτο μέρος ολίγον τσάμπα, περιεργαζόμενος πλέον τα εκθέματα εκείνα από τη λειτουργία των οποίων δεν καταλάβαινα Χριστό (ε, είπαμε, κι εμένα τα μαθηματικά μου κάπου σταματούν, δυστυχώς όχι πολύ μακριά από την αφετηρία τους). Για να μην κινήσω τις υποψίες των φυλάκων (οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν γίνει εξπέρ, λύνοντας και ξαναστήνοντας τους γρίφους σε χρόνο ντετέ), άλλαζα ανά πεντάλεπτο έκθεμα και έπαιρνα περισπούδαστο ύφος, ακούγοντας παράλληλα κακεντρεχώς και κάτι λίγες αμήχανες τρίλιες του Γαρουφαλή. Πάντως, αν είχαν ίχνος επαγγελματισμού, θα μού κάναν καμιά ερωτησούλα για το τι ρόλο παίζω, δεδομένου ότι είχα απομείνει μόνος εκεί πέρα και η προφανής κακομεταχείριση λόγω αγνοίας των εκθεμάτων από μέρους μου ήταν το λιγότερο ύποπτη. Λύση α΄: έχουν συνηθίσει τους τζαμπατζήδες που με κάποια σαχλή πρόφαση κάθονται έξω από την αίθουσα και ακούν. Λύση β': τα ένστολα τζιμάνια που πληρώνει ο έρμος ο Λαμπράκης τόσο πολύ είχαν απορροφηθεί από το παιχνίδι που δεν πρόσεξαν τον μικρόσωμο φιλολογίσκο που κρυβόταν πίσω από το ποδήλατο με τις τετράγωνες ρόδες (ας μού εξηγήσει κάποιος το μαθηματικό του υπόβαθρο).

Τέλος πάντων, επειδή κι οι λαθρακροατές έχουν φιλότιμο, στο δεύτερο μέρος της συναυλίας αποχώρησα σεμνά. Στον σταθμό "Μέγαρο Μουσικής", είδα στην απέναντι όχθη μια συμπαθητική παρέα τσιγγάνων (τρεις τυπικές ευτραφείς μαυροφορεμένες κι έναν τυπικό μουστακλή μαυροφορεμένο) να περιμένουν το μετρό. Αμέσως απέκρουσα την ρατσιστική σκέψη "μπέρδεψαν το Μέγαρο με τα Μέγαρα;" και συνειδητοποίησα ότι τόση ώρα άλλος ήταν ο γύφτος...

αυτοχθέλλην

3.3.05

Κριτική της κριτικής I

Η κριτική παρουσίαση του φαινομένου "αρχαιολάτρες", από το πρόσφατο τεύχος του "Άρδην", γέννησε και γεννά, ευλόγως, ποικίλες σκέψεις και νέες κριτικές ματιές, τόσο πάνω στο ίδιο το φαινόμενο, όσο και πάνω στην κριτική του φαινομένου (εδώ θα παρουσιάσω, ελλείψει δικού μου ολοκληρωμένου κειμένου, δύο τέτοιες εύστοχες κριτικές). Όπως ανέφερε και ο Πελασγός, μερικά από το κείμενα που φιλοξενούνται στο αφιέρωμα του "Άρδην" είναι ενδιαφέροντα, εύστοχα ή και αποστομωτικά. Υπάρχουν εντούτοις και κείμενα, είτε συντηρητικότερα (και αυτό ίσως είναι αποκαλυπτικό της πραγματικής πολιτικής του περιοδικού), είτε γραμμένα από την σκοπιά ενός κατ'επίφασιν μετριοπαθέστερου ελληνοκεντρισμού που νομιμοποιείται να επικρίνει τον αφελή και γραφικό ελληνοκεντρισμό. Αυτό το τελευταίο, όμως, το κάνει και ο Άδωνις Γεωργιάδης, όταν ειρωνεύεται τρομάρα του από τηλεοράσεως τον Λιακόπουλο που έχει φαγωθεί με τους Ρώσους!

Μεταξύ άλλων, στο αφιέρωμα φιλοξενείται άρθρο και του μετριοπαθούς Καργάκου (!), καθώς και του Γιώργου Τσαγκρινού, διευθυντή του περιοδικού "Ιχώρ". Οφείλουμε βέβαια να αναγνωρίσουμε ότι παρακάτω υπάρχει και (επι)κριτικό άρθρο για το περιοδικό αυτό και τούτο δημιουργεί μια αίσθηση (ή επίφαση) πολυφωνίας, μα και αμφισβητήσιμης επιστημονικότητας του αφιερώματος συνολικά. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ουδείς γλωσσολόγος συμμετέχει και, έτσι, τη γλωσσική αλήθεια αναλαμβάνει να εκπροσωπήσει με αμφιλεγόμενη αμεροληψία (και αμφιλεγόμενη αρμοδιότητα) ο Ι. Προμπονάς. Στο άρθρο του υπόσχομαι, αν βρω χρόνο, να αναφερθώ εκτενώς, αρκούμαι μόνο να πω (με θράσος περίσσιο, κύριε καθηγητά) ότι η κεντρική ιδέα του είναι: "ε, κι αυτό που λέμε Ινδοευρωπαίοι κατά βάθος Έλληνες θα ήταν". Πάντως, για να σάς λυθούν (ή να σάς αυξηθούν) οι απορίες, αναφέρω ότι λίγες σελίδες μετά το τέλος του αφιερώματος, στο ίδιο αυτό περιοδικό, υπάρχει αρθράκι εγκωμιαστικό της Ελληνικής Αγωγής! (νομίζω πως κάπου εκεί λανθάνει μια παράκρουση).

Λοιπόν, οι κριτικές που σας υποσχέθηκα:

Α.
[...] Διαγιγνώσκει (;) σωστά τα λάθη τους και τον ανορθολογισμό τους και σε πολλά σημεία με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Όμως δε με βρίσκει καθόλου σύμφωνο σε μερικά από τα συμπεράσματά του, όπως τουλάχιστον φαίνονται από το editorial, του οποίου παραθέτω χαρακτηριστικά αποσπάσματα σε ελεύθερη απόδοση:



"[μπλα μπλα, οι κακοί παγκοσμιοποιητές, μπλα μπλα]... Σε αυτή την κατεύθυνση η μεγαλύτερη στρέβλωση επιχειρείται μέσα από την πριμοδότηση της ψευδοαρχαιολατρίας, σε ό,τι αφορά στη μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στον μεσαιωνικό ελληνισμό και την ορθοδοξία. Εδώ, με βάση αμφίβολα κριτήρια αξιολόγησης του ιστορικού μας σώματος και της διαχρονίας μας, πραγματοποιείται ένα εγχείρημα μείζονος διχασμού του ενιαίου σώματος του ελληνισμού, μεταξύ ενός υποτιθέμενου «αυθεντικού» ελληνικού κόσμου και ενός «εβραϊκού» ορθόδοξου μεσαιωνικού ελληνισμού...
Σε αυτή την κατεύθυνση η μεγαλύτερη στρέβλωση επιχειρείται [σημ: από τους κακούς παγκοσμιοποιητές] μέσα από την πριμοδότηση της ψευδοαρχαιολατρίας, σε ό,τι αφορά στη μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στον μεσαιωνικό ελληνισμό και την ορθοδοξία."

Όλα ωραία λοιπόν, αλλά έπρεπε να το γυρίσει και αυτός στη συνωμοσιολογία; Δε μας χέζει λέω γω που πριμοδοτούν τους αρχαιολάτρες οι "εκσυγχρονιστές-παγκοσμιοποιητές";

("παγκοσμιοποιητές"; αυτός και αν είναι βλακώδης ανθρωπομορφισμός)

Το μόνο που τους πριμοδοτεί όπως το βλέπω εγώ είναι τα εθνικά μας μυθεύματα -τα οποία απ' ό,τι φαίνεται ασπάζεται σε μεγάλο βαθμό ο συντάκτης- και η βλακεία και αγραμματοσύνη του κόσμου. [...]
 (λόγων τώνδε ρητήρ ο J95)

B.

[...] Δεν έχω προλάβει να διαβάσω όλα τα άρθρα ακόμη, αλλά: συμφωνώ μεν για τους γνωστούς και ευνόητους λόγους με το εγχείρημα του Άρδην, με ενοχλεί όμως το δικό του ιδεολογικό υπόστρωμα (ένας διαφορετικού τύπου εθνικισμός) και το ότι η όλη ανασκευή φαίνεται να γίνεται ακριβώς στο όνομα αυτού του κατά Άρδην σωστού εθνικισμού. Στα παραθέματά σου (σημ. εννοεί τα παραθέματα που δημοσιεύει και εδώ ο Πελασγός, λίγο παρακάτω) φαίνεται μόνο κάπως στο τελευταίο. Λεπτομέρειες; Δεν ξέρω, θα ήθελα τη γνώμη σας [...] (από την Μάρθα Π.)

Θα ήθελα κι εγώ τη γνώμη σας! :)

α.ε. (ανώνυμος ελληνολάτρης)

28.2.05

Η εθνική μας μειονεξία

Θα ξέρετε το τραγουδάκι για την εθνική μας μοναξιά. (Θα ξέρετε επίσης πως είμαστε έθνος ανάδελφον). Μοναχική και σπάνια μες στα Βαλκάνια, η Ελλάδα αγαπά να τραγουδά τα συμπλέγματά της. Εγώ όμως λέω σήμερα να ψάλω κάτι άλλο: την εθνική μας μειονεξία. «Γιατί εθνική», θα μού πείτε, και κυρίως: «γιατί μειονεξία; Το σκέφτηκες πριν το πεις; Βλέπεις καμιά ταπεινότητα γύρω σου; Αντιθέτως, είναι πολλές, δυνατές και επίμονες οι φωνές διεκδίκησης του αρχαίου μεγαλείου και τα περήφανα αιτήματα της επανελλήνισης».

Θα επιμείνω όμως: κόμπλεξ κατωτερότητας και όχι ανωτερότητας βλέπω πίσω από αυτές τις φανφάρες. Και μιας και διάγουμε περίοδο Αποκριών, λέω να προσπαθήσουμε πίσω από τους κάθε λογής μασκαράδες και φασουλήδες των φασιστοκάναλων, να δούμε λίγο και τα πραγματικά τραύματα της νεοελληνικής μας συνείδησης, τραύματα των οποίων φορείς πιστεύω πως είμαστε όλοι, μα με διαφορετική μάσκα ο καθένας.

Πολλοί πιστεύουν –κι εγώ ως ένα βαθμό– πως στην βάση της αντιπαράθεσης υπερπατριωτικών-αντιεπιστημονικών και νηφάλιων-τεκμηριωμένων θέσεων σε ζητήματα γλώσσας, ιστορίας, καταγωγής, κείται η αιώνια αντίθεση «ορθολογισμός:ανορθολογισμός» ή «γνώση-επιστήμη:βλακεία-αμάθεια». Αρχίζω όμως να αναθεωρώ, γιατί αυτή η διάκριση μού φαίνεται να έχει κάποια ελαττώματα:
Α) Είναι λίγο ελιτίστικη: εμείς αυτομάτως τοποθετούμαστε στο πρώτο –το κολακευτικό– σκέλος της αντίθεσης
Β) είναι κάπως μανιχαϊστική: δεν λαμβάνει υπόψη τις πολυάριθμες διαβαθμίσεις αποδοχής αντιεπιστημονικών θέσεων, το γεγονός δηλαδή ότι δεν υπάρχουν μόνο οι κραυγαλέες και γραφικές περιπτώσεις Λιακόπουλων και σία., αλλά και άλλες φωνές, με μανδύα «αντικειμενικότερο», γι’ αυτό και πιο επικίνδυνο.

Θα επιμείνω λίγο στο Β, επεκτείνοντάς το σε περιπτώσεις ανθρώπων που αποδεδειγμένα δεν είναι φορείς ακραίων ιδεολογιών:

-γιατί υπάρχουν και διανοούμενοι με έντονα ελληνοκεντρικές θέσεις; (ο Θεοδωράκης δεν ήταν που έδινε συνεντεύξεις στον Δαυλό;)
-γιατί ο Σαββόπουλος προ ετών προσπαθούσε να αποδείξει ότι η Νέα Ελληνική έχει βραχέα και μακρά φωνήεντα;
-γιατί υπάρχουν αξιόλογοι ηθοποιοί και τραγουδιστές (π.χ. έχω ακούσει τη Χρυσούλα Διαβάτη και τον Νίκο Παπάζογλου να το λένε) που ισχυρίζονται ότι δεν μπορούν να διαβάσουν χωρίς τόνους και πνεύματα;
-γιατί ο αξιολογότατος κατά τα άλλα μυκηναϊστής και ομηριστής καθηγητής Ι. Προμπονάς σε πρόσφατο άρθρο στο "Άρδην" ταυτίζει τους Προέλληνες με τους Πρωτοέλληνες και διατυπώνει ασύστατες υποθέσεις για την σχέση της Ινδοευρωπαϊκής πρωτογλώσσας με την Ελληνική;

Είναι όλοι αυτοί ανορθολογιστές και αφελείς με μειωμένη ικανότητα λογικών συλλογισμών; Ή τάχα εκφράζουν σε ορισμένες μόνο πτυχές της δράσης τους μια ελλειμματική εγκεφαλική λειτουργία;

Νομίζω τελικά πως δεν είναι η απουσία κριτικής ικανότητας –ή μάλλον όχι αποκλειστικά αυτή- το ελατήριο για την ανάπτυξη -ολίγον ή περισσότερον- μεγαλοϊδεατικών απόψεων, απόψεων που ως κοινό γνώρισμά τους έχουν την κακή σχέση με την αυστηρή λογική και με την πραγματικότητα, την επιστημονική και όχι μόνο. Ο ανορθολογισμός φοβάμαι πως είναι σύμφυτος, πως ενυπάρχει σε όλους ως το «υπανάπτυκτο κομμάτι του εαυτού μας, που μια ευκαιρία χρειάζεται για να εκδηλωθεί» (λόγια που είχε χρησιμοποιήσει κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις, για να χαρακτηρίσει κάτι παρόμοιο, ίσως υπώνυμο του ανορθολογισμού, τον φασισμό). Όσο και να επαιρόμαστε για τον ορθολογισμό μας, την αυστηρή μας προσήλωση στα αξιώματα της λογικής, όλο και κάπου θα συλλάβουμε τον εαυτό μας να κατατρύχεται από ανορθολογικές σκέψεις, εμμονές, προκαταλήψεις, φόβους, εσωτερικευμένες πλάνες (να μιλήσω για θρησκείες; Για ξεματιάσματα; Για αεροπλανο-/υψο-/κλειστο-/κατσαριδο-φοβίες; Για ζήλιες και άλλα παρόμοια βάσανα ων ουκ έστι αριθμός;). Συνεπώς ο ανορθολογισμός δεν μπορεί να είναι το αναγκαστικό και γενεσιουργό αίτιο για την ανάπτυξη ιδεολογημάτων-για να επιστρέψουμε στο θέμα μας-, είναι απλώς το έδαφος. Αυτό που θέτει σε κίνηση τον ανθρώπινο ανορθολογισμό είναι ίσως μια κατάσταση ψυχολογική, ατομική ή συλλογική. Ένα ιστορικό προηγούμενο είναι ίσως ο γερμανικός λαός, ο οποίος μάλλον δεν είναι φορέας του γονιδίου του ναζισμού, αλλά υπέστη μια μεγάλη ταπείνωση ύστερα από τον Α’ Παγκόσμιο.

Τι συμβαίνει όμως με τους νεοέλληνες; Ποια είναι άραγε η αυτοεικόνα μας ως πολιτών της Ελλάδας; Δεν αισθανόμαστε ριγμένοι και παντοιοτρόπως αδικημένοι; Δεν υπέστημεν άδικα μια σκλαβιά 400 χρόνων που μας στέρησε την δυνατότητα ανάπτυξης την κατάλληλη εποχή; Δεν χτυπηθήκαμε άγρια από τη μοίρα σε επίπεδο οικονομικό, τεχνολογικό, βιομηχανικό; Δεν νιώθουμε (τουλάχιστον έτσι εγώ άκουγα στο σχολείο-από το Δημοτικό ακόμα) ότι είμαστε 50-100 χρόνια πίσω από μια μέση ανεπτυγμένη χώρα; Σε εμάς δεν έλαχαν όλοι οι ανάξιοι βασιλείς και οι κακοί κυβερνήτες; Εμείς δεν είμαστε το αιώνιο και αδύναμο άθυρμα στα χέρια των Μεγάλων Δυνάμεων; Δεν είμαστε κατά βάθος ο φτωχός, δαρμένος και (εμφανιζόμενος ως) υποτακτικός Καραγκιόζης; Τι μπορούμε να κάνουμε; Δεν έχουμε φυσικό πλούτο, δεν έχουμε τεχνολογία, είμαστε λίγοι και χρεωμένοι (έχουμε βέβαια τον πολιτισμό μας). Είμαστε παντού τελευταίοι. Το κράτος μας είναι ανύπαρκτο, η παιδεία μας κακή και υπονομευόμενη, η θέση μας διεθνώς ασήμαντη και αντικείμενο χλευασμού.

Μήπως κατά βάθος, όταν ο νεοέλληνας αναγαλλιάζει μαθαίνοντας πόσο αρχαίος και σπουδαίος είναι, απλώς ντρέπεται; Θα έλεγα μάλιστα πως έχει συνηθίσει να ντρέπεται. Ντρέπεται παθολογικά και χρονίως. Για αυτό μιλώ για μειονεξία. Και τείνω να καταλήξω στην άποψη πως η αυξανόμενη τάση για επιμήκυνση της ελληνικής ιστορίας και απόδοσης στο παρελθόν ιδιοτήτων …μεταφυσικών, είναι ένας μηχανισμός υπεραναπλήρωσης αυτής της –στρεβλής επίσης, μα εσωτερικευμένης–μειωμένης αυτοεκτίμησης. Επαναδιατυπώνω λοιπόν την... αιρετική μου θέση: ο Νεοέλληνας δεν είναι φύσει αλαζόνας, σοβινιστής (με την έννοια που το λέμε για τους Γάλλους): αντίθετα πιστεύω πως είναι κακομοίρης, μεμψίμοιρος και γι’ αυτό ψωροπερήφανος.

Είναι φυσικό ο κοινός ανθρωπάκος που βλέπει τηλεόραση, διαβάζει (αν διαβάζει) εφημερίδα και πάει στην εκκλησία να μην κατανοεί τα επιστημονικά πορίσματα, να μην μπορεί να σκεφτεί επιστημονικά. Πιστεύω πως δεν είναι αυτή η μορφή άγνοιας που πρέπει να καταπολεμήσουμε. Κι ούτε πιστεύω πως αξίζει τον κόπο να υποβάλλουμε αυτούς τους ανθρώπους σε ασκήσεις σκεπτικισμού, για να διαπιστώσουμε το αυτονόητο, ότι ναι όντως, θα προτιμήσουν την κολακεία από την επιστημονική αλήθεια. Αυτό που θα έπρεπε να οικοδομήσουμε (σε συνεργασία με… τι να πώ; ψυχολόγους;) είναι μια καλύτερη –και ρεαλιστικότερη– αυτοεικόνα της Ελλάδας, του πολιτισμού της –διαχρονικά και συγχρονικά– και των δυνατοτήτων της. Να οικοδομήσουμε επίσης ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τους ειδικούς κάθε κλάδου- και μόνο αυτούς: να γίνει, έστω και καθυστερημένα, πεποίθηση στον κόσμο ότι, πού να πάρει, για τη γλώσσα θα ξέρει καλύτερα ένας γλωσσολόγος από έναν δικηγόρο ή έναν φυσικό.

Η συνταγή του «σκεπτικισμού» απέναντι στα πάντα είναι μεν σωστή, αλλά μού φαίνεται ανεφάρμοστη και ολίγον διανοουμενίστικη. Είναι αρκετό να καταλάβουμε ότι για να κρίνουμε έναν γνωστικό χώρο –και πολύ περισσότερο να επικρίνουμε– χρειαζόμαστε τα κατάλληλα εργαλεία. Άλλωστε και κάποιοι από τους «γραφικούς» εμφανίζονται ως «σκεπτικιστές» και «αμφισβητίες των παραδεδεγμένων».
Νομίζω πως το πρόβλημα στις σωστές του διαστάσεις το βάζει μια διατύπωση σαν την παρακάτω (πηγή):

[...] Κάπου εκεί, για μένα το πράγμα γίνεται περίεργο και επικίνδυνο. Πώς συναιρούνται οι άσχετοι με τους φιλολόγους, οι έξυπνοι –υπάρχουν και τέτοιοι!– και οι γκάου μπίου; Όλοι έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: θεωρούν πως είναι οι αμφισβητίες, αυτοί που θα απειλήσουν το κατεστημένο. Αυτοί που θα αποκαλύψουν αυτά που μας κρύβουν, που θα ψάξουν κτλ. Είναι τραγικό, αλλά η σύγχρονη “εναλλακτική” κουλτούρα κατευθύνεται κυρίως προς αυτήν την κατεύθυνση, όσο διαφορετικά μονοπατάκια κι αν παίρνει. Φτάνει τόσο μακριά όσο στους χώρους των αναρχικών, αντιεξουσιαστών (εξάλλου θεωρητικά όλοι αυτοί είναι αντιεξουσιαστές, αυτή είναι μια άλλη τους καραμέλα).

αυτόχθονος του Έλληνος

Αυτό που λένε, αυτό που εννοούν. Μια (αν)ηθικη πραγματολογία

(…) Φάγαμε αυτά που είχαμε αγοράσει και ξαφνικά, όπως συζητούσαμε, ακούσαμε ένα μπαμ δυνατούτσικο. Αρκετά κοντά σε μας, για να ακούσουμε κα...